Monday

Le Z.


Μέσα από τις περιηγήσεις μου στο χώρο της νύχτας και των λαϊκών τραγουδιών είχα την τύχη να γνωρίσω διάφορους ανθρώπους που οι ιστορίες πολλών απ’ αυτούς χρήζουν αφηγήσεως. Οι δρόμοι μας με το Ζ. κροσσάραν σε ένα ξακουστό «περιφερειακό» σκυλάδικο σε μια απ’ τις μεγάλες πόλεις της βόρειας Ελλάδας, όταν το αφεντικό ένας υστερικός κοιλαράς 45άρης – που είχε περάσει ακόμα και εγκεφαλικό απ’ τα πολλά νεύρα που είχε και που χρωστούσε σε όποιον μιλούσε ελληνικά στη γύρω επαρχία – με μια αποφασιστική κίνηση διάλεξε να γυρίσει το πρόγραμμα στο πιο ποιοτικό ώστε να τραβήξει κι από κείνο το κοινό της πόλης που δεν μασούσε από βαθιά ντεκολτιασμένες μπουταρούδες  τραγουδιάρες, ντυμενογδυμένες με πλουμιστά γαλάζια ελεκτρίκ κιτς ημιρούχα. Και έτσι είπαν να φέρουν μουσικούς από Θεσσαλονίκη που μαζί με κάποιους ντόπιους φτιάξαμε ένα πολύ ωραίο σχήμα, που παραέπαιζε καλά και παραήταν ποιοτικό για ένα μαγαζί που οι τοίχοι του είχαν ποτίσει από κλαψομούνικα αλυχτίσματα και τσίφτια. Γι’ αυτό βέβαια και δεν άντεξε ούτε μισή σεζόν.

Ο Ζ. ήταν ηχολήπτης, παλιά καραβάνα, γύρω στα 50 και κάτι με μαλλί που είχε αποχαιρετίσει πλέον ολότελα το γκρι προς το άσπρο, καλοστεκούμενος ομολογουμένως για την ηλικία του και αυτό το ήξερε καλά και το εκμεταλλευόταν δεόντως. Ήταν εννιά φορές στις δέκα ταπί και γι’ αυτό φρόντιζε και σπιτωνόταν σε διάφορες ερωμένες περασμένης ηλικίας κι αυτές που έβλεπαν στον Ζ. αυτό που ήθελαν να δουν – έναν ώριμο μποέμη πρίγκηπα – παρά αυτό που ο Ζ. ήταν πραγματικά: ένας λούμπεν τυχοδιώκτης της κακιάς ώρας.
Έσκασε μύτη στο κατάστημα λίγο αφότου είχε αρχίσει η σεζόν προς αντικατάσταση του πρώτου ηχολήπτη. Τον είδα πρώτη φορά να μπουκάρει με γκάζια, σηκώνοντας τόνους σκόνη στο χωμάτινο παρκινγκ του μαγαζιού με μια απίστευτη κούκλα Μερσέντα, να την παρατάει με στυλ κάπως άτσαλα μπροστά στην είσοδο, να ξεκαβαλάει φορώντας τη μαύρη του καμπαρντίνα και να περνάει μπροστά απ’ τους πορτιέρηδες με τέτοιον αέρα που αυτοί σχεδόν στάθηκαν προσοχή νομίζωντας ότι μπήκε κι άλλος συνέταιρος στη μπίζνα. Ύστερα άρχισε να γαργαλάει την κονσόλα οπότε καταλάβαμε τι δουλειά είχε εκεί μέσα
.
Σαν ηχολήπτης δεν ήταν κακός, όταν βέβαια δεν ήταν τύφλα απ’ τα 9-10 κούτρα ουίσκια που κατέβαζε και που ο μαγαζάτορας όλως παραδόξως επέτρεπε – αν και με κάποια γκρίνια. Μου 'βγαζε μάλιστα έναν καλούτσικο ήχο στα τύμπανα που ωστόσο θύμιζε πολύ δεκαετία 80.

Μαζί με το Ζ. πέρασαμε πολλές στιγμές. Θες γιατί πηγαινοερχόμασταν κάθε φορά βάζοντας αμάξι εναλλάξ για να γλυτώσουμε τις βενζίνες, θες γιατί ο κάπελας μας νοίκιαζε ένα δωμάτιο για τις γιορτές και το μοιραζόμασταν, έτυχε να ακούσω πολλές απ’ τις ιστορίες του και να κάνω μάλιστα πως τον πιστεύω κουνώντας το κεφάλι και καλά προφέρωντας κι ένα χαμηλόφωνο «Σώπα ρε!». Ομολογώ πως δεν ξέρω αν ο Ζ. ψεύδονταν εκατό τοις εκατό ήταν όμως αυτή η μακροχρόνια συναναστροφή με νυχτόβιους φαφλατάδες που μ' είχε κάνει κάτιτις δύσπιστο.

Μια απ’ αυτές ήταν για την αμαξάρα που κατείχε. Είπε ότι μέσω κάτι τρομερών διασυνδέσεων την τσίμπησε σε τιμή ευκαιρίας κατευθείαν από τη Γερμανία κι ότι ήταν έτσι καστομαρισμένη μόνο αυτή κι άλλες δέκα σ’ όλο τον κόσμο γιατί ήταν ειδική παραγγελία για τους διευθυντάδες των γερμανικών ταχυδρομίων ανά επαρχία. «Σώπα ρε!», απαντούσα εγώ. Επέμενε κιόλας να την οδηγάει μες στην πόλη χωρίς ζώνη αδιαφορώντας παντελώς για το μπιπ μπιπ που μετά από κάνα δυο λεπτά σου σπαγε τ΄ αρχίδια.

Ύστερα αναφερόταν πολύ στα χρόνια που πέρασε στο Παρίσι όπου ως αυθεντικός μποέμης γύριζε τις νύχτες από καμπαρέ σε καμπαρέ κι από σουίνγερ κλαμπ σε σουίνγκερ κλαμπ και μιλούσε για τα αγαπημένα του γκλόρυ χόουλς που πήγαινε κι έχωνε το πουλί του για να του το πιπιλίσουνε παντρεμένες γαλλίδες ενόσω οι άντρες τους από δίπλα θα κοιτούσαν με λαγνεία. «Πρέπει να ‘χω χύσει, το μισό Παρίσι» έλεγε με μια και καλά χαλαρότηα που στην πραγματικότητα υπέθαλπτε ένα γενναίο κοκόρευμα κάνοντας άθελά του και μια μικρή ρίμα. Εγώ ξαναμανά: «Σώπα ρε!».

Ήταν πράγματι όμως μεγάλος ερωτύλος. Είχε καψουρευτεί τρελά μια κοπέλα που δούλευε στο μπαρ για έξτρα μεροκάματατο, την Πέννυ η οποία ήταν αξιόλογος άνθρωπος και σοβαρή καλλιτέχνης και τον πήρε χαμπάρι τι μούτρο ήταν οπότε χαμογελώντας μέχρι και γελώντας αμήχανα τον απέφευγε. Αλλά αυτός όταν σούρωνε γινόταν απόλαυση αληθινή να τον βλέπεις να προσπαθεί να εκδηλώσει τα τρυφερά του αισθήματα γι’ αυτήν με έναν τρόπο γλυκό, σχεδόν ρομαντικό, ίσως διακριτικό και κάπως παλαιάς κοπής, αλλά συνάμα με μια κοχλάζοντας καταπιεσμένη σεξουαλική έξαρση την οποία από ντροπή προς τους άλλους αποκάλυπτε μονάχα σε μένα, δηλαδή κάπως σα να μου λεγε με τρόπο: «Τι υπέροχο, θεσπέσιο πλάσμα η Πέννυ, πόσο ευτυχής θα ήμουν και σε τι ονειρικούς αιθέρες θα ιπτάμην αν μπορούσα να της σκυλογαμήσω τα κωλοβάρδουλα». Εκείνο τον καιρό βέβαια ήταν τυπικά δεσμευμένος με μια κυρία κοντά στα εξήντα, χωρισμένη, εννοείται με περιουσία, μεγάλο σπίτι και σίγουρα απόγνωση. Ο Ζ. έναντι κάποιου συναισθήματος και σεξουαλικής υπηρεσίας έπαιρνε το κάτιτίς του σα χαρτζηλίκι κι έμενε και στο σπίτι της όπου έκανε τις παράλληλες δουλειές του – είχε μια κάποια γνώση στους υπολογιστές και καστομάριζε πύργους με υδρόψυξη και άλλα κόλπα, περνούσε σπασμένα
windows και λοιπά. Μια μοναδική φορά πώς έτυχε να μιλήσουμε στο σκάιπ την είχε δίπλα του αλλά δεν την έπιανε η κάμερα κι αυτός τύφλα πάλι την γράπωνε απ’ το μπράτσο και την τραβούσε γκαρίζοντας «ΈΛΑ ΑΠΌ ΔΩ ΓΑΜΏ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΕΛΑ ΝΑ ΠΕΙΣ ΕΝΑ ΓΕΙΑ ΣΤΟ ΦΙΛΑΡΑΚΙ ΜΟΥ!». Δεν ξαναμιλήσαμε στο σκάιπ από τότε.

Τα ξημερώματα Σάββατο προς Κυριακή μόλις πιάναμε τις 5μιση με έξι και το μαγαζί έκλεινε, μετά δηλαδή από ένα 7ωρο δουλειάς ξεκινούσαμε για Θεσσαλονίκη. Ο Ζ. ήταν όπως πάντα λιώμα και έτσι ξέρωντας ότι εγώ θα τραβούσα το δύωρο κουπί της επιστροφής κρατούσα όσο γινόταν απόσταση απ’ το αλκοόλ. Το χειρότερο ήταν ότι με το που θα βγαίναμε απ’ την πόλη αυτός θα έριχνε το κάθισμα προς τα πίσω και θα πέθαινε στον ύπνο. Θα ροχάλιζε σ’ όλη τη διαδρομή και η καμπίνα θα γέμιζε αναθυμιάσεις οινοπνεύματος τόσο που αν μας σταματούσαν για αλκοτέστ θα με έπιανε χαλαρά. Πάντως παρά τη σούρα και το βαθύ ύπνο ήταν διαυγέστατος εάν είχε να κάνει με τα λεφτά. Μια φορά που φτάσαμε σπίτι μου και τον ξύπνησα για να αναλάβει τη Μερσέντα και να συνεχίσει παρακάτω μου λέει με τη μία: «Ρε συ, να σε δώσω λεφτά για τα διόδια, κοιμόμουν και τα πλήρωσες εσύ» Του λέω: «Έλα ρέ ντάξει σίγα, κέρνα με έναν καφέ το Σάββατο». Κι απαντάει: «Τα διόδια ρε συ κάνουν ένα ευρώ, ο καφές κάνει δυόμιση»! Οπότε το άφησα, όπως άφησα κι εκείνο το πενηντάρικο που του δάνεισα μια μέρα που δεν είχε μία πάνω του καιαπό την πρώτη κιόλας στιγμή το αποχαιρέτισα αφού κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι δεν επρόκειτο να το ξαναδώ.

Η καλύτερη όμως ιστορία του Ζ. ήταν πραγματική. Αυτή με την πρώην γυναίκα του που ήταν μια καλή κυριούλα από ό,τι είχα ακούσει με κάποια περιουσία φυσικά. Ο Ζ. αφού την παντρεύτηκε την έψησε με φούμαρα να βάλει σχεδόν όλα της τα λεφτά - αφού αυτός ήταν μπατίρης - και ν' ανοίξουν εταιρεία ηχητικών καλύψεων και φωτισμού. Κι αυτή μάλλον με κάποια αφέλεια ή έστω τυφλωμένη απ' τη γοητεία και την πειθώ του Ζ. το έκανε. Πήραν ακριβά μηχανήματα, πήραν φώτα, ηχεία, ρομποτικούς προβολείς και τι δεν πήραν. Όμως ο Ζ. απ’ ότι άκουσα από κοινούς γνωστούς που είχαν δουλέψει για την εταιρεία του μετά από κάποιο καιρό άρχισε να τα γράφει στ’ αρχίδια του και να κάνει ένα κάρο μαλακίες. Βαριόταν να πάει σε κλεισμένες δουλειές, παρατούσε την κονσόλα και τα συνεργεία και καθόταν κι έπινε τζιν-τόνικ σε παρακείμενα καφενεία κι άλλα τέτοια που έκαναν τους ηχολήπτες υφισταμένους του να τρέχουν να σωθούν απ' αυτόν. Τόσο που η φουκαριάρα η γυναίκα του μεσ' την απόγνωσή της κάθισε στα μεσοκόπια της με φιλότιμο κι έμαθε τη δουλειά κι έγινε στο τέλος ηχολήπτρια. Δεν ξέρω πόσα χρόνια τράβηξε αυτό πάντως την εποχή που τον γνώρισα είχαν άγρια τραβήγματα με δικαστήρια γιατί ο δικός σου - κι ενώ η επιχείρηση ήταν εξ’ ολοκλήρου στο όνομά της - με τα δικαιώματα του μποέμη συζύγου και «εγκεφάλου» της εταιρείας, μπούκαρε τελευταίο βράδυ της σεζόν μαζί με 5-6 καλόπαιδα σε ένα μεγάλο μαγαζί  στη Σαλονίκη όπου τραγουδούσε ο Τσαλίκης κι όπου η γυναίκα του είχε νοικιάσει την κονσόλα (αξίας γύρω στα 80 χιλιάρικα) κι όταν τελείωσε το πρόγραμμα τη σήκωσαν, την κουβάλησαν κάπου κρυφά κι αφού την έλυσαν σε κομμάτια τα έκρυψαν σε διάφορα σημεία της πόλης ώστε να 'ναι αδύνατο να βρεθεί και να συναρμολογηθεί χωρίς αυτόν...

Το πρόγραμμα στο αναποφάσιστο επαρχιακό ημισκυλάδικο που τον γνώρισα όπως είπαμε δεν είχε την αναμενόμενη αποδοχή στην πόλη κι έτσι ο υστερικός μαγαζάτορας προκειμένου να γλυτώσει και δεύτερο εγκεφαλικό το ‘κοψε μαχαίρι και προσπάθησε όπως όπως με μικρότερο ακουστικό σχήμα και ψαλίδι στα μεροκάματα να σώσει τα άσωστα. Τουλάχιστο μας ξόφλησε τα δεδουλευμένα, πράγμα σπάνιο στη νύχτα όταν τα πράματα πάνε στραβά, αυτό έχω να το λέω. Λίγο πριν ξεμπερδέψουμε εντελώς από κει ο Ζ. μου τηλεφώνησε πατώντας στη συναδελφική αλληλεγγύη και μου ζήτησε να πάω να καταθέσω υπέρ του στο δικαστήριο που τον τραβολογούσε η πρώην του και να βεβαιώσω ότι όντως ήταν ηχολήπτης κι ότι ήξερε τη δουλειά. Αυτό μόνο. Όχι ότι θα πήγαινα αλλά απο περιέργεια και μόνο πήρα μερικά τηλέφωνα κάτι γνωστούς που τον ήξεραν καλύτερα. Όλοι είπαν τις ίδιες τρεις συλλαβές: «Μα-κρι-ά». Πάντως βρέθηκε κάποιος να επιβεβαιώσει στον κύριο δικαστή ότι ο Ζ. ήταν ηχολήπτης αν και δεν πιστεύω αυτό να ‘κανε καμιά διαφορά. Είμαι ωστόσο πεπεισμένος πως και τον κύριο δικαστή σε κάποια φάση της απολογίας του Ζ. κάτι που ειπωθηκε θα τον έκανε να αργοκουνήσει το κεφάλι και να ψελίσει «Σώπα ρε...».




Wednesday

Ο Δ.Τ. που ήταν Τ.Δ.



Τόσα χρόνια από τότε που έγραψα εδώ μέσα για τελευταία φορά και εκεί που νόμιζα πως είχα ξεμείνει από ιστορίες έκατσα μια μέρα και όπως χαζοδιάβαζα όλα αυτά που έχω γράψει, ξεπήδησε από την αγαπημένη αφήγηση "Audition" ο Τ.Δ., μια θύμηση δυνατή σα γροθιά στη μούρη απευθείας απ' το Μιχαήλ Γεράρδο Τάισον.
Κι έκανα ευθύς αμέσως συμβούλιο με τον εαυτό μου:

- Καλά ρε μαλάκα...κάτσε και γράψτο, θα κάνει σουξέ.
- Ναι ρε πώς δεν το σκέφτηκα.

Ο Τ.Δ. είχε αναφερθεί τότε ως Δ.Τ. δηλαδή με ανεστραμένα τα αρχικά γιατί πρώτον ζούσα ακόμα Ελλάδα και δεύτερον η φτωχομάνα είναι "τασάκι" κανονικό και επειδή ο φόβος φυλάει τα έρμα ήταν κρίμα να δημιουργηθούν έχθρες εντός του "branche" των σκυλάδικων.

Ο Τ.Δ. όπως έγραφα τότε ήταν παλιά καραβάνα. Δόξα των 80ς κυρίως στο τοπικό πρωτάθλημα με κάποιες ίσως εξάρσεις διεθνούς καριέρας προς τα κάτω, αν και κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται με ντοκουμέντα. Aκόμα. Κάποιοι οικογενειακοί φίλοι που έβγαιναν λίγο πιο συχνά προς τα νυχτομάγαζα εκείνα τα χρόνια τον είχαν πολύ ακουστά και επιβεβαίωναν ότι ο τύπος είχε ένα κάποιο ρεύμα στην πόλη.

Στο μαγαζί τον πήραν η Ε. και η Β. που έκαναν κουμάντο στο πρόγραμμα εκείνη την εποχή. Δυο εντελώς ετερόκλητες ερωμένες που τους χώριζαν κοντά είκοσι χρόνια διαφοράς - και ίσως στο μέλλον οι ίδιες τους αποδειχτούν μια ξεχωριστή ιστορία σκυλάδικου. Η ίδιες πρώτα με μια κίνηση ματ φρόντισαν να στείλουν από κει που ήρθε το μοναδικό λαϊκό τραγουδιστή που διέθετε το κατάστημα χωρίς να βρουν αντικαταστάτη. Εγώ τότε με το ανώριμο μυαλουδάκι μου το έριξα στη βλακεία που τους έδερνε αλύπητα αλλά και στην αταλαντοσύνη του τύπου γιατί όντως "δεν τα λεγε" τα άσματα. Τώρα που το σκέφτομαι πιο ώριμα πιστεύω πως ο τραγουδιαράκος που ήταν πέφτουλας πολύ πιο επαγγελματίας απ' ότι αοιδός μάλλον έκανε κίνηση για τη μικρή την.Ε. πού τότε ήταν κοντά στα 28 και τρώγονταν κάπως και σίγουρα η Β. που πάνω κάτω "έγλειφε" τα πενήντα κι έμοιαζε σα σταφίδα ξεχασμένη μια βδομάδα στην κωλοτσέπη  με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ανασφάλεια και τα ρέστα, έκανε αυτό που ήξερε να κάνει πιο καλά απ' όλα: Στεγνή δολιοφθορά!

Έμεινε λοιπόν έμεινε χωρίς λαϊκό τραγουδιστή η επιχείρηση. Επιχείρηση που ο θεός να την κάνει, αφού μετά μερικούς μήνες αφότου τα παράτησα μιας κι είχα να παίρνω μεροκάματα από τρία ΣΚ γραμμένα στ' αγελαδοκούρεμα, έμαθα ότι κάποιοι που είχαν παραπάνω από μένα να παίρνουν έκαναν ντου ένα Σάββατο βράδυ που το μαγαζί ήταν γεμάτο και άρχισαν να βουτάν ό,τι υπήρχε στα ταμεία. 
Τον Τ.Δ. τον βρήκε ο Δ1 με μια εντυπωσιακή προσπάθεια μετά από δυο μέρες κι εκεί που ήμασταν έτοιμοι να μην ανοίξουμε το ερχόμενο σαββατοκύριακο. Μεταγραφή βόμβα εν τω μέσω της σεζόν. Ήταν κι αυτός κοντά στα πενήντα αλλά οι απεγνωσμένες προσπάθειές του να ρίξει το κοντέρ της ηλικίας με το να φοράει T-shirts σκισμένα τζιν και σταράκια όταν ντύνονταν κάζουαλ του 'κοβαν κάτι λίγα χρόνια. Πρώτη πρόβα έσκασε με την μωβ λιλά κάμπριο "μπέμπα" του (ξέρω τελείως κλισέ η κάμπριο μπέμπα αλλά δεν είναι "σάλτσα" τ' ορκίζομαι, έτσι είναι στο κάτω κάτω η ζωή, τίγκα στα κλισέ), σίγουρα μοντέλο κοντά δεκαετίας που μαρτυρούσε είτε παλιότερες δόξες είτε φεσωμένους μέχρι τον αστράγαλο μεταπωλητές αυτοκινήτων, παρόλα αυτά σίγουρα ζηλευτή από ορισμένα καγκάρια που κάναν πιάτσα στη γειτονιά. Την πάρκαρε στραβά ακριβώς μπροστά στη μεγάλη είσοδο του κτιριακού συγκροτήματος εκεί που κανονικά δε σ' αφήνουν αλλά ο Τ.Δ. ως μεταγραφή αεροδρομίου και πρώτο όνομα στη μαρκίζα (μαρκίζα που φυσικά δεν είχαμε) έδειξε από νωρίς τα δόντια του στους πορτιέρηδες. Κι εκείνοι λάκισαν με μιας.
Ήρθε στο μπαρ, εκεί που καθόμουν μαζί με το μαέστρο το συγχωρεμένο Γ. ο οποίος ήταν όντως εξαιρετικός κιθαρίστας και μεγάλος γνώστης και δάσκαλος της τζαζ αλλά και άλλων σοβαρών στυλ μουσικής που η ανάγκη όπως και πολλούς άλλους τον ανάγκασε να τρώει τα συκώτια του τα βράδια στις πίστες. Τον Τ.Δ. τον ήξερε καλά από άλλα παλιότερα πάλκα και όταν άκουσε ότι θα έμπαινε στο σχήμα πήρε τέτοια χαρά που δεν τον είδαμε να χαμογελάει για μέρες, παρόλο που ήταν χιουμορίστας μεγάλος και είχε υπομονή παροιμιώδη. Ωστόσο και παρότι ήξερε εδώ και μέρες τα χαρμόσυνα μαντάτα, όταν ο Τ.Δ. μπήκε μέσα και ο Γ. τον είδε του έφυγε άθελα ένας αναστεναγμός που θα τον αισθανόταν ακόμα κι ένας κουφός στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ο Τ.Δ. το 'πιασε αλλά δεν αντέδρασε. Περίμενε με στρατηγική την κατάλληλη στιγμή να ανταποδώσει αυτό που του Γ. βγήκε πηγαία μέσα απ' την ψυχούλα του και τη βρήκε εκεί που ξεφύλλιζαν τις παρτιτούρες κι έπεσε το μάτι του σε κάτι ελαφρολαϊκά τύπου Μακεδόνας. Και ψέκασε το δηλητήριό του: "Καλή η ποιότητα μαέστρο, αλλά δε γεμίζει το στομάχι". Μια τέτοια υπενθύμιση στο μαέστρο Γ. ήταν αρκετή να τον κάνει να κοιτάει σαν άγαλμα τα Bombay Sapphire  στο μπαρ για κάνα πεντάλεπτο. Τις υπόλοιπες συνέπειες στα ενδότερα του ευαίσθητου μαέστρου μας δε θα μάθουμε ποτέ. Γιατί σίγουρα υπήρξαν.

Κάναμε και κάτι μήτινγκ εκεί πέρα γιατί το μαγαζί δεν τραβούσε - ιδίως τις πέμπτες ήταν λες και κάναμε πρόβα, ένα βράδυ έσκασε φάντης μπαστούνι η Ζωή Λάσκαρη με μια μικρή παρέα και η διοίκηση για να μη βγουν εντελώς κάρτα έκλεισε εσπευσμένα το Καφέ Μπαρ που ήταν σε άλλο σπιτάκι λίγο πιο κάτω και έκατσε με το ζόρι όλο το προσωπικό στα διπλανά τραπέζια αναγκασμένο να κάνει πως διασκεσάζει ανοίγωντας μπουκάλια και να πετώντας λουλούδια, μην τυχόν και νομίσει το πάλαι ποτέ Crazy Girl ότι στη Σαλονίκη βαράμε μύγες.
Στα μήτινγκ ο Τ.Δ. ήταν καταιγιστικός και συνέβαλε καθοριστικά. Σαν προπονητής που ήρθε να σώσει μια κατά τα άλλα ήδη καταδικασμένη πραγματικότητα προσπαθούσε με τις μαλακίες που έλεγε να ανυψώσει το καταρρακωμένο ηθικό - όχι γιατί μας ένοιαζε που παίζαμε για δέκα άτομα όσο για το ότι αυτό μεταφραζόταν αμέσως αμέσως σε απληρωσιά και μπατιριλίκι. Μέσα σ' όλα όσα είπε ήταν: "...έχουμε κι έναν καταπληκτικό ντράμμερ με νέυρο και γκρουβ...", κι αυτό το κομπλιμέντο θα το κουβαλάω μαζί μου όσο ζω. Μια από τις ιδέες του που σίγουρα ήταν κονσέρβα από άλλο μαγαζί και μετά από πολύ μπίρι μπίρι και σκεπτικισμό υλοποιήθηκε, ήταν να ανοίγουμε το λαϊκό πρόγραμμά του, δηλαδή την πρώτη εμφάνιση που θα κάνει τη βραδιά με το Ederlezi του Bregovic απ' την ταινία "Ο καιρός των τσιγγάνων". Δεν ήξερε ούτε καν πώς το λένε, μόνο το τραγούδησε στο μικρόφωνο και μας περιέγραψε κι όλη την ατμόσφαιρα και τα φουσκωμένα φτιασίδια που ήθελε κι όλοι μείναμε παγωτά. Η Ε. όμως ήταν κάθετη: "Θα κάνετε ό,τι λέει, το μαγαζί πρέπει να πουλήσει". Και έτσι το κάναμε.

Πρώτη βραδιά λοιπόν με τον Τ.Δ. στην αιχμή του καλλιτεχνικού δόρατός μας και όλα δείχναν από νωρίς ότι θα επρόκειτο για μέγα φιάσκο. Αυτός ήταν εκεί στην ώρα του και ήθελε ολόδικό του καμαρίνι για να αλλάξει, να ετοιμάσει το ασύρματο in ear monitor του και ίσως και να βαφτεί μια ιδέα. Καμαρίνι όμως δεν υπήρχε κι ούτε προλάβαινε να χτιστεί για χάρη της μεγάλης βεντέτας κι ο Τ.Δ. έφαγε τέτοιο στράβωμα που δεν σου τον ίσιωνε ούτε φαναρτζής. Υπήρχε όμως ένα πολύ πολύ μικρό δωματιάκι, τρίτη πόρτα δεξιά. Οι άλλες δυο ήταν μια αντρική και μια γυναικεία τουαλέτα. Το δωματιάκι εκείνο το χρησιμοποιούσαμε για αποθήκη, αφήναμε μπουφάν, θήκες από όργανα και καμιά κάσα κοκα κόλες για ώρα ανάγκης. Αυτός το καπάτσωσε απ' τις εννιά η ώρα και μέχρι τη μία που ήταν η ώρα να βγει και να αλυχτήσει δεν το κούνησε από κει μέσα ούτε για κατούρημα. Φοβούμενος προφανώς το τι χαμός θα μπορούσε να γίνει αν καμιά φανατική θαυμάστρια τον τράκαιρνε στο διάδρομο εκεί που θα πήγαινε να αμολήσει τα τσίσα της.

Μία παρά και το ποπ ροκ πρόγραμμα έχει τραβήξει προς το τέλος. Σύντομα είναι η ώρα του Τ.Δ. να βγει και να λάμψει για πάντα. Φώτα χαμηλώνουν. Η ορχήστρα σιωπά. Το κουβεντολόι από τρεις παρέες που έχουν κάτσει στα πιο άκυρα δυνατά σημεία που θα μπορούσαν ακούγονται πεντακάθαρα.  Η ηρεμία πριν τον τυφώνα Τ.Δ.. Μπαίνει χαλί από πλήκτρο κι αυξάνει. Λίγο φούσκωμα από μπάσο κι ύστερα πιατίνια με μαλέττες. Κυρίως θέμα απο Ederlezi. Θεέ των Βαλκανίων πού είσαι να δεις τι συντελείται εδώ!
Μια δυο ακόμα επαναλήψεις του ίδιου θέματος και κρεσέντο. Γερό φούσκωμα που παραμένει ακόνητο. Ανατριχίλα. Φύγαμε! Τέσσερα γερά χτυπήματα στο μισάνοιχτο hihat και πέρασμα στα βαθιά τομς με άγριο ανελέητο τέρμα γυφταίικο τσιφτετέλι. Μερικά μέτρα ρυθμό και ήδη μέσα από το καμαρίνι-αποθήκη και δια του ασυρμάτου μικροφώνου του ακούγεται το πρώτο κουπλέ από την παλιά μεγάλη επιτυχία του Μιχάλη Μενιδιάτη "Όλα τα σφάλματά σου". Ο Τ.Δ. κυριολεκτικά τρέχει και ορμάει πάνω στην πίστα. Εμείς που δεν τον έχουμε ξαναδεί ντυμένο έτσι τα χάνουμε. Φοράει κάτι που πρέπει να είναι σετ, μοιάζει με λευκή-κρεμ στολή ταυρομάχου, στενό παντελόνι σαν κολάν, πανοφώρι μεσάτο και μικρό σα βαφτιστικό με ένα σκασμό ξόμπλια πάνω, όπως κάτι σεμεδάκια που είχαν οι γιαγιές παλιά και που τα λέγανε χρυσοποίκιλτα. Από πίσω του κρέμεται ο ασύρματος εξοπλισμός του που έφαγε στον ηχολήπτη 2 ώρες να στήσει για ένα χώρο το πολύ 150 ατόμων. Αυτή η υπερπαραγωγή, ο υπεράνω όλων των δυσκολιών επαγγελματίας τραγουδάει με κλειστά τα μάτια και πάθος. Δεν έχει δει αν έχει κόσμο από κάτω. Με έχει πλάτη αλλά είναι σα να τον βλέπω. Λέει σχεδόν όλο το κουπλέ έτσι κι εκεί που πάει να μπει στο ρεφραίν, ακρίβώς στη φράση "...όλα τα λάθη που 'χεις κάνει, με μια γλυκιά ματιά σου φτάνει..." ρίχνει κι αυτός τη δικιά του ματιά στον κόσμο. Αυτό που βλέπει του κόβει την ανάσα. Χάνει προς στιγμή ένα στίχο, κάνει ένα μικρό σαρδάμ, σα να μου φάνηκε ότι ψιλοσκοντάφτει κιόλας αλλά λίγο πιο ξανασυναντιέται με τη δομή του τραγουδιού και βρίσκει την τροχιά του. Η προδοσία όλων όσων θα τον στήριζαν στην πρεμιέρα του καίει τις αρτηρίες. Μόνο μισή παρέα δικιά του. Οι άλλες δυόμιση άσχετες. Θέλει να πεθάνει αλλά ο καθαρόαιμος βεντετίσιος εγωισμός του δεν τον αφήνει. Αλλάζει παιχνίδι με στυγνό επαγγελματισμό για να σκοτώσει η αμηχανία του. Αρχίζει και χορεύει σα τρελός, κάνει πράματα που θα ήθελε να μάθει να κάνει κι ο ίδιος ο Μικ Τζάγκερ. Κάθε τόσο γυρνάει σε μας σα σωστός ηγέτης και προσπαθεί να μας εμψυχώσει λες και μας νοιάζει - εμάς μας ένοιαζε μόνο το ότι θα γυρνούσαμε πάλι σπίτι απλήρωτοι.
Μας κάνει και καλά κάτι αστείες χειρονομίες τύπου πώς κάνεις ρε παιδί τσιμπούκι και πιέζεις με τη γλώσσα το μάγουλο από μέσα. Εγώ κι ο μπασίστας ο Β. έχουμε καταλήξει να κλαίμε με λυγμούς απ' τα γέλια και γιατί παίζουμε κούτρα και γιατί βιώνουμε όλο αυτό κούτρα. Κάθε τόσο ένα χέρι αφήνει το καθήκον και γρήγορα γρήγορα σκουπίζει κι ένα δάκρυ λίγο κάτω απ' το μάτι πριν ξαναγυρίσει στον γκασμά του τσιφτετελιού.

Κάπως έτσι πήγε και το σαββατοκύριακο. Ψόφια πράματα. Κάπου μες στη μέση της επόμενης εβδομάδας μάθαμε ότι ο χρυσοποίκιλτος Τ.Δ. παραιτήθηκε των καθηκόντων του να ηγηθεί του λαϊκού προγράμματος της σεζόν και κατευθύνθηκε γκαζώνοντας τη μπέμπα του προς Γιάννενα μεριά όπου και αμέσως προσελήφθη με τιμές αρχηγού κράτους σε τοπικό μαγαζί καθώς φίρμα από την συμπρωτεύουσα που μας έκανε την τιμή να επιλέξει να εμφανιστεί στην πόλη μας. Το τελευταία που το άκουσα να λέει φεύγοντας βιαστικά κάπου εκεί που ανέτειλε η Κυριακή ήταν: "Το μαγαζί είναι πολύ ποιότητα ρε παιδιά, πού κολλάω εγώ εδώ μέσα...πολύ ποιότητα...". Και χάθηκε καθώς πρόφερε αυτά τα τελευταία λόγια μπερδεμένα ανάμεσα σε ξημερωματιάτικες συζήτησεις άλλων για το αν η μπουγάτσα θα ήταν με κρέμα ή με τυρί. Κι αυτός ήταν ο Τ.Δ. καλή του ώρα!

Φιλιά
Ναχαμές

Tuesday

Ο γκαραζιέρης


Μια μικρή ιστορία θα διηγηθώ που μου τη διηγήθηκε με τη σειρά του ένας φίλος ντράμερ από τη δυτική Μακεδονία. Ο φίλος αυτός έχει φάει τη νύχτα με το κουτάλι και όποτε τυχαίνει να βρεθούμε τον βάζω να μου λέει ιστορίες.

Δούλεψε για ένα σύντομο διάστημα (σύντομο γιατί στο τέλος ο ίδιος δεν την πάλεψε να παραμείνει) σε ένα πολύ παρακμιακό σκυλάδικο σε ένα κεφαλοχώρι της περιοχής του
. Το μαγαζί λεγόταν "Ο Πράσινος Μύλος", όνομα προφανώς προερχόμενο από το γνωστό αμπντάλικο ζεϊμπέκικο. Εκεί οι μουσικοί χτυπούσαν 8ωρα με 10ωρα στο πατάρi. Μάλιστα όταν ο Φ. πρωτοπήγε εκεί και ρώτησε τον πληκτρά τι ώρα τελειώνει το πρόγραμμα εκείνος ανέκφραστος του έδειξε τα ποτήρια στο μπαρ. Του λέει «τα βλέπεις τα ποτήρια τα ψηλά; Όταν η σκιά τους απ’ τον ήλιο φτάσει στο νιπτήρα τότε σταματάμε.» Ο Φ. δεν τόλμησε να ξαναρωτήσει τίποτα μετά από αυτό.


Στο ζουμί τώρα.

Μια φορά, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες σκάει στο μαγαζί ένας κοντοχωριανός που είχε συνεργείο. Κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί ήταν με τα ρούχα της δουλειάς τέτοια ώρα, το μόνο που θα μπορούσαν να υποθέσουν ήταν ότι το είχε σκοπό να το κάψει και να πάει καπάκι στη δουλειά. Ο τύπος φορούσε την εργατική φόρμα, τιγκα στο γράσο και στο λάδι Ψηλός, σωστό κτήνος με μουστάκι τεράστιο και σκεμπέ δεξαμενή δίτονη με το που μπαίνει είναι αποφασισμένος να κάνει χοντρή ζημιά Απ’ το μαγαζί τον ξέρουν ότι τα ακουμπάει οπότε είναι σχετικά χαλαροί। Όμως αυτό το βράδυ ο τύπος είναι πιο παράξενος από τις άλλες φορές। Βρίσκει τραπέζι ελεύθερο μπροστά, κάθεται, του φέρνουν το μπουκάλι κι αρχίζει να το κατεβάζει. Κάπου στη μέση του μπουκαλιού με τα ζεϊμπέκικα να βαράνε ζητάει απ’ τη γκαρσόνα να του φέρει ένα κουβά χαρτοπετσέτες. Αυτή πιστεύοντας ότι προφανώς θα τις πετάξει στην ορχήστρα τις φέρνει. Ο γκαραζιέρης ζητάει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», όταν το ξεκινάνε αδειάζει με τη μια τις χαρτοπετσέτες στο πατάρι, χύνει πάνω τους το υπόλοιπο ουίσκι και τις βάζει φωτιά. Με το που φουντώνουν πάει από πάνω και ως άλλος Νίκος Κούρκουλος χορεύει πάνω απ’ τις φωτιές. Όμως αυτά τα ριψοκίνδυνα δεν πιάνουν πάντα στην πραγματική ζωή όπως στο σινεμά. Δεν είχε υπολογίσει πόσο εύφλεκτα μπορεί να είναι τα γράσα και τα λάδια. Η φόρμα του άρπαξε αμέσως και φούντωσε. Τά ‘χασε και προσπάθησε να το παίξει άνετος και να συνεχίσει να χορεύει κάνοντας το κομμάτι του. Όμως καθώς οι φλόγες θέριευαν άρχισε να πασχίζει μάταια να τις σβήσει. Έπεσε κάτω και στριφογύριζε με ορμή. Ένας φλογισμένος όγκος που χτυπιόταν στα πατώματα του Πράσινου Μύλου προσπαθώντας να σωθεί απ’ τη φωτιά που ο ίδιος άναψε. Οι γκαρσόνες περνούσαν αδιάφορες από δίπλα του μέχρι που το αφεντικό ούρλιαξε να τον βοηθήσουν. Πήγε η μια στην κουζίνα, γέμισε έναν κουβά νερό, τον άδειασε πάνω του και η φωτιά έσβησε. Ο γκαραζιέρης, μούσκεμα αλλά ζωντανός έφυγε απ’ το μαγαζί γύρω στις 5 παρά είκοσι.




ΥΓ Γαμιέται o blogger। कॉम και το δυσλειτουργικό κωλοπρόγραμμα που έχει βάλει για να γράφουμε κείμενα, μας έχει γαμήσει τη ζωή। και γράφει και γραφει ινδικά στα καλά καθούμενα. Από πού κι ως πού ρε καραγκιόζηδες την παναγία σας μέσα...

Wednesday

Ο Μιγιάγκι κι ο άλλος με το περουκίνι...


Όπως είπα, αυτή η ιστορία εκτυλίχθηκε μέρα, θα μπορούσε ωστόσο να είχε εκτυλιχθεί και νύχτα. Έιναι χωρίς αμφιβολία μια ακόμη ιστορία σκυλάδικου. Θα την έγραφα αργότερα όπως είπα αλλά ας όψεται το ρεπό που έδωσε ο μαέστρος. Έτσι κι αλλιώς να μην πολυπιστεύετε όλα όσα σας λέει κάποιος που δουλέυει στη νύχτα...

Κάποτε με μια από τις διάφορες μπάντες που έπαιζα κάναμε το λάθος να κερδίσουμε σε ένα διαγωνισμό. Ήταν ένας διαγωνισμός από αυτούς που κάτι επιτήδεια μούτρα διατείνονται ότι θα εξασφαλίσουν καριέρα στους νικητές και τρέχουν οι πιτσιρικάδες να πάρουν μέρος. Εμείς βέβαια, η αλήθεια ήταν, πήραμε μέρος για πλάκα, για να κάνουμε κανένα λαϊβάκι μιας και είχαμε μόνο μερικούς μήνες ύπαρξης. Και ο διαγωνισμός αυτός ήταν για ροκ-μέταλ-πανκ και άλλου είδους μπάντες, όχι για μας που διασκευάζαμε παραδοσιακά. Βέβαια δεν μπορώ να αρνηθώ ότι οι διασκευές μας είχαν δύναμη και γκάζι, πάντως ροκ δεν ήταν. Τέλος πάντων ο ιδρυτής αυτού του διαγωνισμού - ένας μπασμένος κοντοπίθαρος απατεωνίσκος της κακιάς ώρας με μουσάκι α λα μίστερ Μιγιάγκι - είχε την τρομερά επιχειρηματική ιδέα να φτιάξει έτσι τους κανονισμούς ώστε το κοινό να ψηφίζει ποιο συγκρότημα επιθυμεί, ανώνυμα, στο πίσω μέρος του εισιτηρίου. Έτσι μερικά από τα συγκροτήματα μάζευαν τα λεφτά τους, αγόραζαν όσο περισσότερα εισιτήρια μπορούσαν και έβαζαν τους φίλους τους να γράφουν από πίσω το όνομά τους, σαν τιμωρία στο σχολείο. Πώς έγινε και κερδίσαμε ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Θεωρούσα πάντα ότι ο μάγκας με το μουσάκι του τράγου έκοψε εξ' αρχής ότι εμάς θα μπορούσε να προωθήσει ευκολότερα για καμιά αρπαχτή και μάλλον έστησε το διαγωνισμό αφού οι υπόλοιπες μπάντες ήταν πολύ περισσότερο αντιεμπορικές από εμάς. Δε μάθαμε ποτέ.

Το βραβείο για το νικητή εκτός από μερικές δωροεπιταγές τις οποίες οφείλω να ομολογήσω ότι εισπράξαμε ήταν και η ηχογράφηση ενός δίσκου από μια τοπική δισκογραφική εταιρία. Πριν από όλα αυτά βέβαια ο Μιγιάγκι μας μάζεψε στο γραφείο του γεμίζοντάς μας υποσχέσεις και όνειρα, μάλιστα σε μια από τις λαμπρές μελλοντολογικές εξάρσεις του έκανε μπροστά μας ότι μιλάει στο τηλέφωνο με το Διονύση Σαββόπουλο και κανονίζει συναυλία εμείς κι αυτός στην Αθήνα. Τον αποκαλούσε και Νιόνιο πανάθεμά τον, για να μας πείσει ότι είχαν και οικειότητα. Τέλος πάντων το μόνο που κατάφερε με τις συναυλίες ήταν να μας κανονίσει να παίξουμε σε κάτι άθλιες μαγαζιά της κακιάς ώρας, ούτε καν τίποτα underground σκηνές γιατί αν ήταν έτσι τουλάχιστο θα γουστάραμε. Ήταν συνήθως μαγαζιά ξεπεσμένων σκυλάδων, με παλιά τραπέζια, ποτά καραμπόμπες και σερβιτόρες κονσομασιόνες που οι φουκαριάρες προσπαθούσαν να το παίξουν και καλά σοβαρές γιατί ο κόσμος που ερχόταν ήταν της ποιότητας να 'ουμ'.

Το αποκορύφωμα ήταν όταν ο Μιγιάγκι μας πήγε επιτέλους σ'αυτή τη δισκογραφική να γνωρίσουμε το διευθυντή. Ακούς εκεί διευθυντή...Από μια μικρή πορτούλα που δεν την έβλεπε το μάτι σου κατέβαινες σε ένα υπόγειο με ψευδοτοιχίες, φουλαρισμένο στη γυψοσανίδα που μύριζε ουίσκυ. Από την πόρτα ενός γραφείου βγήκε ένας άλλος κοντοστούπης, ο Μ. κοντά στα πενήντα, μπρατσαράς και φαρδύς σαν κουβάς, με κολλητό μαύρο παντελόνι και κολλητό μαύρο μπλουζάκι. Ο διευθυντής... Στο κεφάλι είχε από εκείνα τα πανηλίθια περουκίνια που - ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί - βγαίνουν πάντα στο αφύσικο και ανύπαρκτο σε πραγματικό μαλλί, ξεφτισμένο κεραμιδί χρώμα, οπότε πάντα μα πάντα κανουν μπαμ ότι είναι περουκίνια. Μου ήρθαν στο μυαλό αμέσως καλτ τσόντες της δεκαετίας του εβδομήντα και ο τύπος έμοιαζε τόσο πολύ με βετεράνο πορνοστάρ κι είχαμε μαζί και την Α. την τραγουδίστρια που ήταν κοριτσάκι φίνο κι όμορφο κι έλεγα από μέσα μου ότι ώρα είναι να πετάξει έξω κανένα παπάρι αλογίσιο ο κύριος διευθυντής και να μας ξεκωλιάσει κι εμάς και το Μιγιάγκι μαζί.

Μπήκαμε στο γραφείο του, ανήλιο και ανάερο με έντονη τη μυρωδιά της κλεισούρας. Παρήγγειλε από μόνος του κοκα-κόλες για όλους και μας έλεγε για τη μεγάλη του επιτυχία το Ρ.Γ. με το δίσκο "Θα στην κάνω ρε Βούλα" τον οποίο αργότερα πούλησε σε μεγάλη Αθηναϊκή δισκογραφική. Σε λίγο έφτασε η σερβιτόρα από τη διπλανή καφετέρια με τις κοκα-κόλες. Ο Μ. την αρπαξε από τη μέση και την έκατσε στα πόδια του κι εκείνη έλεγε σα να γαργαλιώταν: "Έλα ρε Μ. μηηηηη...!" αλλά ο Μ. ασταμάτητος της έλεγε: "Εσένα μωρό μου θα σε κάνω σταρ...!!!".

Δεν ξέρω πώς έγινε και φερθήκαμε τόσο ηλίθια και υπογράψαμε συμφωνητικό με τον απίθανο. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ήταν πως ποτέ δεν πήραμε αντίγραφο του συμφωνητικού και ότι το συμφωνητικό πέραν του ότι όριζε ότι απαιτούνταν έγγραφη άδεια από την εταιρία για τα πάντα, δηλαδή για συναυλίες, εμφανίσεις σε παντώς είδους ΜΜΕ - και παραλίγο θα περιελάμβανε και τις πρόβες ίσως και τις σωματικές ανάγκες μας - είχε ως ποινική ρήτρα 90.000€. Δηλαδή ότι για να αποδεσμευτούμε από αυτό το τριετές συμφωνητικό έπρεπε να καταβάλλουμε στον Μ. αυτά τα λεφτά.
Τέλος πάντων ας χρεώσουμε τις υπογραφές μας στο νεαρό και ευκολόπιστο της ηλικίας μας. Για να μη μιλήσω για μαλακία και το χοντρύνω.

Όταν αποφασίστηκε να αρχίσουν οι ηχογραφήσεις μου είπε:
- Έλα παλικάρι μου το Σάββατο να γράψουμε ντραμς.

Πήγαμε με τους άλλους εκείνο το επικό Σάββατο στο στούντιο. Εγώ έφτασα πρώτος. Περιεργαζόμουν τα τύμπανα που ήταν μάρκας Yama. Όχι Yamaha*. Yama, σκέτο. Είχαν τα πολύ βασικά πάνω και μάλιστα έλειπαν και μερικά κομμάτια.
- Κύριε Μ. τι μάρκα τύμπανα είναι αυτά;
- Αγοράκι μου, λέει, αυτά είναι τα καλύτερα τύμπανα της αγοράς. Ήταν δυο αδέρφια, ο Τama κι ο Yama και είχανε μαζί το εργοστάσιο αλλά τα σπάσανε και χωρίσανε και γίνανε δυο φίρμες η Tama** κι η Yama το πιασες;
Πώς δεν το 'πιασα, βέβαια πολύ παράξενη μου φάνηκε αυτή η ιστορία, ήξερα φυσικά την Tama που ήταν πολύ φημισμένη και ποιοτική εταιρία αλλά η Yama πιο πολύ για απομίμηση μου έκανε. Δεν έδωσα συνέχεια στη συζήτηση. Μετά από λίγο παρατήρησα μια φωτογραφία που είχε κορνιζαρισμένη στον τοίχο, ένα τεράστιο σετ τυμπάνων, ένα πολύ εντυπωσιακό πράμα.
- Αυτό το σετ είναι δικό σας κύριε Μ.;
- Ναι αγοράκι μου, είναι το Yama που έχω μέσα. Μερικά κομμάτια τα πούλησα. Έπαιζα μ' αυτό δέκα χρόνια με τον Καρρά, μετά βαρέθηκα και φίνις.
- Τι πράμα;
- Φίνις ρε παιδί μου πως το λενε; Τέλος.
- Μάλιστα...

Πήγα πιο κοντά στην κορνίζα και παρατήρησα ότι το σετ κάτω κατω έγραφε Sonor***. Φίρμα υπαρκτή και καλή, πάντως καμιά σχέση με Yama. Αργότερα την ίδια φωτογραφία την είδα στο εξώφυλλο του Syncopation, βιβλίου με ασκήσεις για τύμπανα. Αναμφισβήτητα λοιπόν είχαμε να κάνουμε με ένα μεγάλο παπατζή και αρχιφανφάρα.

Όταν έφτασαν κι οι άλλοι και έπρεπε να αρχίσουμε την ηχογράφηση μπήκαμε στο booth κι εκεί έγινε το σώσε...
Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι μεταξύ του booth και του κοντρόλ όπου θα έπαιζε λάιβ η υπόλοιπη μπάντα, δεν υπήρχε ηχομονωτικό τζάμι.
- Κύριε Μ. τι γίνεται εδώ δεν έχει τζάμι.
- Αγοράκι μου στην Αμερική έτσι γράφουν τι να το κάνεις το τζάμι άμα είσαι παιχταράς, φίνις...! Έλα πάρε τώρα αυτό να γραψεις ντραμς.
- Τι είναι αυτό κύριε Μ.;
- Τι, τι είναι παλικαρακι μου είναι μαγνητόφωνο είναι, δεν το βλέπεις; Το καλύτερο της αγοράς, φίνις!
Το κοίταξα, το ξανακοίταξα...Ήμουν βέβαιος ότι είχα στα χέρια μου ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, με μια κασσέτα παλιά, σταματημένη κάπου στη μέση φτιαγμένο για συνεντεύξεις μαθητών λυκείου γύρω από τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
- Ωραία και πώς θα γράψουμε..."ντραμς" κύριε Μ.;
- Τι πώς θα γράψεις αγοράκι μου, πάτα το κόκκινο το rec, δώσε τέσσερα και μπάτε στο κομμάτι να τελειώνουμε καμιά ώρα μη φάμε το Σάββατό μας εδώ μέσα. Λοιπόν όταν τελειώσετε φέρτε την κασσέτα στο γραφείο, φίνις!

Έδωσα τέσσερα, γράψαμε δυο τρία κομμάτια και μετά βάλαμε να τα ακούσουμε. Τι να ακούσουμε δηλαδή...ένας θόρυβος ακουγόταν και στο βάθος κάτι κακοπαιγμένα τραγούδια. Πήγα μέσα στο γραφείο του.

- Κύριε Μ. εδώ δεν ακούγεται καλά, είστε σίγουρος πως έτσι πρέπει να γράψουμε;
- Ρε αγόρι μου, ρε αγόρι μου....εκατό φορές σου είπα πως στην Αμερική έτσι γίνονται όλα, τι θα γίνει όλη μέρα αυτό θα συζητάμε...; Φέρε εδώ την κασσέτα.
Τού 'δωσα την κασσέτα.
- Θα τα βάλω εγώ στο κιουμπέης**** και θα δεις τι ωραία που θα γίνουν. Φίνις.

Φίνις; Φίνις. Τι να πεις παραπάνω. Φύγαμε και θα επιστρέφαμε σε καμιά βδομάδα.

Έτσι κι έγινε. Μια βδομάδα μετά πήγαμε από το στούντιο και μπήκαμε μέσα στο κοντρόλ. Εκεί ήταν και μια μαύρη κοπέλα, που έκρυβε στο μπούστο της ένα παραφουσκωμένο στήθος και μια μίνι φούστα που έπεφτε απαλά σε κάτι απίστευτα πόδια μαζί με έναν περίεργο τύπο που τον είχα πετύχει κάποιες φορές κατά κέντρο μεριά, με μια παλιά μάυρη Μερσεντές που της έλειπε ο καθρέφτης του οδηγού. Αργότερα μάθαμε από μια τυχαία γνωριμία ότι ο τύπος ήταν νταβατζής τρανός στην πιάτσα.
Ο Μ. έβαλε να ακούσουμε τα κομμάτια. Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Ακουγόταν ένας τέλειος ήχος, μια πληθώρα συχνοτήτων αλλά όχι τα τραγούδια μας. Ήταν κάτι παραπλήσιο, αλλά σίγουρα όχι αυτά.

- Κύριε Μ. αυτά δεν είναι τα κομμάτια μας...
- Τι λες ρε παλικάρι μου και ποιανού είναι; Δικά μου είναι; Εδώ σου φερα τον καλύτερο προγραμματιστή να τα γράψει, ο άνθρωπος άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί σας και μου λες ότι δε σας αρέσουν κιόλας; Ξέρεις αγοράκι μου πόσα χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά; Πόσων χρονών είσαι;
- Εικοσιένα.
- Εικοσιένα χρονών παιδί και θα μου πεις πως γίνεται η δουλειά; Ο γιος μου εμένα είναι τριανταδύο ρε. Τέλος πάντων κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο το Νίκο να ρθει από δω.
Στο μεταξύ ο άλλος με τη μαύρη του λέει:
- Μ. φεύγουμε εμείς, την πάω κάτω.
- Να την ξαναφέρεις να δούμε τι θα την κάνουμε. Εσένα μωρό μου θα σε κάνω σταρ...! Φίνις!
- Γκεια σας κύριε Μ., είπε η μαύρη κι έφυγαν με το μερσεντεζάκια.

Σε λίγο εσκασε μύτη κι ο προγραμματιστής που άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί μας.
Έγινε της πουτάνας. Φώναζε ο Μ., φώναζε κι ο Νίκος ο προγραμματιστής που άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί μας. Δε μας έπαιρνε να το συζητήσουμε παραπάνω. Βρεθήκαμε με τα παιδιά το βράδυ για μπύρες και αποφασίσαμε ότι ο κύριος Μ. ήταν ένας κοινός απατεώνας της κακιάς ώρας και γαμώ τα πεθαμένα του Μιγιάγκι που μας έμπλεξε. Είπαμε να μην ξανασχοληθούμε ούτε με το Μιγιάγκι ούτε με τον κύριο Μ. Έλα όμως που μεταξύ ημών και του κυρίου Μ. υπήρχε μια μικρή λεπτομέρεια αξίας 90.000€...

Δράσαμε ενστικτωδώς. Δεν ξανασηκώσαμε τηλέφωνα, ούτε ξαναείχαμε επαφή μαζί του. Ο ίδιος μας έψαξε κάνα δυο φορές και μας ψιλοαπείλησε με δικαστήρια και μαλακίες για να πάμε να γράψουμε το δίσκο. Δε σφάξανε. Σιγά μη χαλαλίζαμε τις μουσικές μας με τον παπάτζα. Ωστόσο εκείνα τα τρία χρόνια μόνο τους όρους του συμβολαίου δεν τηρήσαμε. Βγήκαμε σε τηλεοράσεις, σε ραδιόφωνα, εφημερίδες, παίξαμε σε φεστιβάλ και κάναμε ένα ψιλοόνομα στην πόλη αλλά ο κύριος Μ. ποτέ δε φάνηκε να παίρνει χαμπάρι. Κάποτε του τηλεφωνήσαμε για να σπάσουμε το συμβόλαιο αφού βλέπαμε κι οι δυο ότι δεν τραβάει η φάση. Ο ίδιος ζήτησε τα λεφτά του.
- Παλικάρια μου εντάξει να σας το σπάσω το συμβόλαιο αλλά εμένα ποιός θα με πληρώσει; Ξέρετε πόσα έσκασα στο Νίκο τον προγραμματιστή που άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί σας;
- Πόσα κύριε Μ.;
- Πεντακόσια ευρώ με απόδειξη και έξτρα το ΦΠΑ.
- Ε να σας δώσουμε πεντακόσια ευρώ κύριε Μ.
- Ρε παιδιά εδώ έχουμε ενενήντα χιλιάρικα ρήτρα και θέλετε να μου δώσετε πεντακόσια ευρώ συν το ΦΠΑ;
- Ε...πόσα να σας δώσουμε;
- Πόσα μπορείτε;
- Δεν ξέρουμε, να κάνουμε καμιά συναυλία το καλοκαίρι και ό,τι μαζέψουμε να σας το δώσουμε. Μέσα;
- Φίνις!

Το καλοκαίρι εκείνο παίξαμε αρκετά. Σίγουρα βγήκε κανένα δεκαχίλιαρο στο σύνολο. Πήγαμε στο γραφείο του στα μέσα Σεπτέμβρη:
- Κύριε Μ. μόνο χίλια ευρώ μαζέψαμε όλο κι όλο, δεν έχουμε πολλές συναυλίες.
- Δεν πειράζει παλικάρι μου φερ' τα δω...έτσι κι αλλιώς χαΐρι μαζί σας κανείς δεν κάνει!
Του δώσαμε κι ένα απαλλακτικό που είχαμε φτιάξει με έναν δικηγόρο, το υπέγραψε με τη μία, πήρε το χιλιαρικάκι του κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Δεν ακούσαμε για αυτόν ποτέ ξανά.

Όσο για το μίστερ Μιγιάγκι έμαθα καιρό αργότερα ότι τον κυνηγούσε κόσμος και ντουνιάς και μια νύχτα πέρασε τα σύνορα της χώρας προς το άγνωστο, πιθανότατα προς την Άπω Ανατολή...

Φίνις.


Φιλιά Nahames



*Yamaha
**Tama
***Sonor
****Kιουμπέης (Cuebase)

Υama: η πιο σοβαρή καταχώρηση που βρήκα για τον όρο αυτό είναι μια σχετική με τον άρχοντα του σκότους και του θανάτου σε κάποια Ασιατική θρησκεία

Monday

Μετά το μπίίίίπ...



Είμαι σε εντατικές πρόβες. Δεν προλαβαίνω να γράψω.
Όμως μετά τις 12 του μηνός που θα ξεμπερδέψω απ' τις παρτιτούρες, θα σας πω μια ιστορία που δεν εκτυλίχτηκε σε μαγαζί αλλά είναι χωρίς αμφιβολία μια γνήσια ιστορία σκυλάδικου αφού η όλη της εξέλιξη καθώς και πολλά από τα πρόσωπά της σχετίζονται άμεσα με τη βρώμικη νύχτα.

Σας φιλώ μέχρι τότε
Nahames