Monday

Le Z.


Μέσα από τις περιηγήσεις μου στο χώρο της νύχτας και των λαϊκών τραγουδιών είχα την τύχη να γνωρίσω διάφορους ανθρώπους που οι ιστορίες πολλών απ’ αυτούς χρήζουν αφηγήσεως. Οι δρόμοι μας με το Ζ. κροσσάραν σε ένα ξακουστό «περιφερειακό» σκυλάδικο σε μια απ’ τις μεγάλες πόλεις της βόρειας Ελλάδας, όταν το αφεντικό ένας υστερικός κοιλαράς 45άρης – που είχε περάσει ακόμα και εγκεφαλικό απ’ τα πολλά νεύρα που είχε και που χρωστούσε σε όποιον μιλούσε ελληνικά στη γύρω επαρχία – με μια αποφασιστική κίνηση διάλεξε να γυρίσει το πρόγραμμα στο πιο ποιοτικό ώστε να τραβήξει κι από κείνο το κοινό της πόλης που δεν μασούσε από βαθιά ντεκολτιασμένες μπουταρούδες  τραγουδιάρες, ντυμενογδυμένες με πλουμιστά γαλάζια ελεκτρίκ κιτς ημιρούχα. Και έτσι είπαν να φέρουν μουσικούς από Θεσσαλονίκη που μαζί με κάποιους ντόπιους φτιάξαμε ένα πολύ ωραίο σχήμα, που παραέπαιζε καλά και παραήταν ποιοτικό για ένα μαγαζί που οι τοίχοι του είχαν ποτίσει από κλαψομούνικα αλυχτίσματα και τσίφτια. Γι’ αυτό βέβαια και δεν άντεξε ούτε μισή σεζόν.

Ο Ζ. ήταν ηχολήπτης, παλιά καραβάνα, γύρω στα 50 και κάτι με μαλλί που είχε αποχαιρετίσει πλέον ολότελα το γκρι προς το άσπρο, καλοστεκούμενος ομολογουμένως για την ηλικία του και αυτό το ήξερε καλά και το εκμεταλλευόταν δεόντως. Ήταν εννιά φορές στις δέκα ταπί και γι’ αυτό φρόντιζε και σπιτωνόταν σε διάφορες ερωμένες περασμένης ηλικίας κι αυτές που έβλεπαν στον Ζ. αυτό που ήθελαν να δουν – έναν ώριμο μποέμη πρίγκηπα – παρά αυτό που ο Ζ. ήταν πραγματικά: ένας λούμπεν τυχοδιώκτης της κακιάς ώρας.
Έσκασε μύτη στο κατάστημα λίγο αφότου είχε αρχίσει η σεζόν προς αντικατάσταση του πρώτου ηχολήπτη. Τον είδα πρώτη φορά να μπουκάρει με γκάζια, σηκώνοντας τόνους σκόνη στο χωμάτινο παρκινγκ του μαγαζιού με μια απίστευτη κούκλα Μερσέντα, να την παρατάει με στυλ κάπως άτσαλα μπροστά στην είσοδο, να ξεκαβαλάει φορώντας τη μαύρη του καμπαρντίνα και να περνάει μπροστά απ’ τους πορτιέρηδες με τέτοιον αέρα που αυτοί σχεδόν στάθηκαν προσοχή νομίζωντας ότι μπήκε κι άλλος συνέταιρος στη μπίζνα. Ύστερα άρχισε να γαργαλάει την κονσόλα οπότε καταλάβαμε τι δουλειά είχε εκεί μέσα
.
Σαν ηχολήπτης δεν ήταν κακός, όταν βέβαια δεν ήταν τύφλα απ’ τα 9-10 κούτρα ουίσκια που κατέβαζε και που ο μαγαζάτορας όλως παραδόξως επέτρεπε – αν και με κάποια γκρίνια. Μου 'βγαζε μάλιστα έναν καλούτσικο ήχο στα τύμπανα που ωστόσο θύμιζε πολύ δεκαετία 80.

Μαζί με το Ζ. πέρασαμε πολλές στιγμές. Θες γιατί πηγαινοερχόμασταν κάθε φορά βάζοντας αμάξι εναλλάξ για να γλυτώσουμε τις βενζίνες, θες γιατί ο κάπελας μας νοίκιαζε ένα δωμάτιο για τις γιορτές και το μοιραζόμασταν, έτυχε να ακούσω πολλές απ’ τις ιστορίες του και να κάνω μάλιστα πως τον πιστεύω κουνώντας το κεφάλι και καλά προφέρωντας κι ένα χαμηλόφωνο «Σώπα ρε!». Ομολογώ πως δεν ξέρω αν ο Ζ. ψεύδονταν εκατό τοις εκατό ήταν όμως αυτή η μακροχρόνια συναναστροφή με νυχτόβιους φαφλατάδες που μ' είχε κάνει κάτιτις δύσπιστο.

Μια απ’ αυτές ήταν για την αμαξάρα που κατείχε. Είπε ότι μέσω κάτι τρομερών διασυνδέσεων την τσίμπησε σε τιμή ευκαιρίας κατευθείαν από τη Γερμανία κι ότι ήταν έτσι καστομαρισμένη μόνο αυτή κι άλλες δέκα σ’ όλο τον κόσμο γιατί ήταν ειδική παραγγελία για τους διευθυντάδες των γερμανικών ταχυδρομίων ανά επαρχία. «Σώπα ρε!», απαντούσα εγώ. Επέμενε κιόλας να την οδηγάει μες στην πόλη χωρίς ζώνη αδιαφορώντας παντελώς για το μπιπ μπιπ που μετά από κάνα δυο λεπτά σου σπαγε τ΄ αρχίδια.

Ύστερα αναφερόταν πολύ στα χρόνια που πέρασε στο Παρίσι όπου ως αυθεντικός μποέμης γύριζε τις νύχτες από καμπαρέ σε καμπαρέ κι από σουίνγερ κλαμπ σε σουίνγκερ κλαμπ και μιλούσε για τα αγαπημένα του γκλόρυ χόουλς που πήγαινε κι έχωνε το πουλί του για να του το πιπιλίσουνε παντρεμένες γαλλίδες ενόσω οι άντρες τους από δίπλα θα κοιτούσαν με λαγνεία. «Πρέπει να ‘χω χύσει, το μισό Παρίσι» έλεγε με μια και καλά χαλαρότηα που στην πραγματικότητα υπέθαλπτε ένα γενναίο κοκόρευμα κάνοντας άθελά του και μια μικρή ρίμα. Εγώ ξαναμανά: «Σώπα ρε!».

Ήταν πράγματι όμως μεγάλος ερωτύλος. Είχε καψουρευτεί τρελά μια κοπέλα που δούλευε στο μπαρ για έξτρα μεροκάματατο, την Πέννυ η οποία ήταν αξιόλογος άνθρωπος και σοβαρή καλλιτέχνης και τον πήρε χαμπάρι τι μούτρο ήταν οπότε χαμογελώντας μέχρι και γελώντας αμήχανα τον απέφευγε. Αλλά αυτός όταν σούρωνε γινόταν απόλαυση αληθινή να τον βλέπεις να προσπαθεί να εκδηλώσει τα τρυφερά του αισθήματα γι’ αυτήν με έναν τρόπο γλυκό, σχεδόν ρομαντικό, ίσως διακριτικό και κάπως παλαιάς κοπής, αλλά συνάμα με μια κοχλάζοντας καταπιεσμένη σεξουαλική έξαρση την οποία από ντροπή προς τους άλλους αποκάλυπτε μονάχα σε μένα, δηλαδή κάπως σα να μου λεγε με τρόπο: «Τι υπέροχο, θεσπέσιο πλάσμα η Πέννυ, πόσο ευτυχής θα ήμουν και σε τι ονειρικούς αιθέρες θα ιπτάμην αν μπορούσα να της σκυλογαμήσω τα κωλοβάρδουλα». Εκείνο τον καιρό βέβαια ήταν τυπικά δεσμευμένος με μια κυρία κοντά στα εξήντα, χωρισμένη, εννοείται με περιουσία, μεγάλο σπίτι και σίγουρα απόγνωση. Ο Ζ. έναντι κάποιου συναισθήματος και σεξουαλικής υπηρεσίας έπαιρνε το κάτιτίς του σα χαρτζηλίκι κι έμενε και στο σπίτι της όπου έκανε τις παράλληλες δουλειές του – είχε μια κάποια γνώση στους υπολογιστές και καστομάριζε πύργους με υδρόψυξη και άλλα κόλπα, περνούσε σπασμένα
windows και λοιπά. Μια μοναδική φορά πώς έτυχε να μιλήσουμε στο σκάιπ την είχε δίπλα του αλλά δεν την έπιανε η κάμερα κι αυτός τύφλα πάλι την γράπωνε απ’ το μπράτσο και την τραβούσε γκαρίζοντας «ΈΛΑ ΑΠΌ ΔΩ ΓΑΜΏ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΕΛΑ ΝΑ ΠΕΙΣ ΕΝΑ ΓΕΙΑ ΣΤΟ ΦΙΛΑΡΑΚΙ ΜΟΥ!». Δεν ξαναμιλήσαμε στο σκάιπ από τότε.

Τα ξημερώματα Σάββατο προς Κυριακή μόλις πιάναμε τις 5μιση με έξι και το μαγαζί έκλεινε, μετά δηλαδή από ένα 7ωρο δουλειάς ξεκινούσαμε για Θεσσαλονίκη. Ο Ζ. ήταν όπως πάντα λιώμα και έτσι ξέρωντας ότι εγώ θα τραβούσα το δύωρο κουπί της επιστροφής κρατούσα όσο γινόταν απόσταση απ’ το αλκοόλ. Το χειρότερο ήταν ότι με το που θα βγαίναμε απ’ την πόλη αυτός θα έριχνε το κάθισμα προς τα πίσω και θα πέθαινε στον ύπνο. Θα ροχάλιζε σ’ όλη τη διαδρομή και η καμπίνα θα γέμιζε αναθυμιάσεις οινοπνεύματος τόσο που αν μας σταματούσαν για αλκοτέστ θα με έπιανε χαλαρά. Πάντως παρά τη σούρα και το βαθύ ύπνο ήταν διαυγέστατος εάν είχε να κάνει με τα λεφτά. Μια φορά που φτάσαμε σπίτι μου και τον ξύπνησα για να αναλάβει τη Μερσέντα και να συνεχίσει παρακάτω μου λέει με τη μία: «Ρε συ, να σε δώσω λεφτά για τα διόδια, κοιμόμουν και τα πλήρωσες εσύ» Του λέω: «Έλα ρέ ντάξει σίγα, κέρνα με έναν καφέ το Σάββατο». Κι απαντάει: «Τα διόδια ρε συ κάνουν ένα ευρώ, ο καφές κάνει δυόμιση»! Οπότε το άφησα, όπως άφησα κι εκείνο το πενηντάρικο που του δάνεισα μια μέρα που δεν είχε μία πάνω του καιαπό την πρώτη κιόλας στιγμή το αποχαιρέτισα αφού κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι δεν επρόκειτο να το ξαναδώ.

Η καλύτερη όμως ιστορία του Ζ. ήταν πραγματική. Αυτή με την πρώην γυναίκα του που ήταν μια καλή κυριούλα από ό,τι είχα ακούσει με κάποια περιουσία φυσικά. Ο Ζ. αφού την παντρεύτηκε την έψησε με φούμαρα να βάλει σχεδόν όλα της τα λεφτά - αφού αυτός ήταν μπατίρης - και ν' ανοίξουν εταιρεία ηχητικών καλύψεων και φωτισμού. Κι αυτή μάλλον με κάποια αφέλεια ή έστω τυφλωμένη απ' τη γοητεία και την πειθώ του Ζ. το έκανε. Πήραν ακριβά μηχανήματα, πήραν φώτα, ηχεία, ρομποτικούς προβολείς και τι δεν πήραν. Όμως ο Ζ. απ’ ότι άκουσα από κοινούς γνωστούς που είχαν δουλέψει για την εταιρεία του μετά από κάποιο καιρό άρχισε να τα γράφει στ’ αρχίδια του και να κάνει ένα κάρο μαλακίες. Βαριόταν να πάει σε κλεισμένες δουλειές, παρατούσε την κονσόλα και τα συνεργεία και καθόταν κι έπινε τζιν-τόνικ σε παρακείμενα καφενεία κι άλλα τέτοια που έκαναν τους ηχολήπτες υφισταμένους του να τρέχουν να σωθούν απ' αυτόν. Τόσο που η φουκαριάρα η γυναίκα του μεσ' την απόγνωσή της κάθισε στα μεσοκόπια της με φιλότιμο κι έμαθε τη δουλειά κι έγινε στο τέλος ηχολήπτρια. Δεν ξέρω πόσα χρόνια τράβηξε αυτό πάντως την εποχή που τον γνώρισα είχαν άγρια τραβήγματα με δικαστήρια γιατί ο δικός σου - κι ενώ η επιχείρηση ήταν εξ’ ολοκλήρου στο όνομά της - με τα δικαιώματα του μποέμη συζύγου και «εγκεφάλου» της εταιρείας, μπούκαρε τελευταίο βράδυ της σεζόν μαζί με 5-6 καλόπαιδα σε ένα μεγάλο μαγαζί  στη Σαλονίκη όπου τραγουδούσε ο Τσαλίκης κι όπου η γυναίκα του είχε νοικιάσει την κονσόλα (αξίας γύρω στα 80 χιλιάρικα) κι όταν τελείωσε το πρόγραμμα τη σήκωσαν, την κουβάλησαν κάπου κρυφά κι αφού την έλυσαν σε κομμάτια τα έκρυψαν σε διάφορα σημεία της πόλης ώστε να 'ναι αδύνατο να βρεθεί και να συναρμολογηθεί χωρίς αυτόν...

Το πρόγραμμα στο αναποφάσιστο επαρχιακό ημισκυλάδικο που τον γνώρισα όπως είπαμε δεν είχε την αναμενόμενη αποδοχή στην πόλη κι έτσι ο υστερικός μαγαζάτορας προκειμένου να γλυτώσει και δεύτερο εγκεφαλικό το ‘κοψε μαχαίρι και προσπάθησε όπως όπως με μικρότερο ακουστικό σχήμα και ψαλίδι στα μεροκάματα να σώσει τα άσωστα. Τουλάχιστο μας ξόφλησε τα δεδουλευμένα, πράγμα σπάνιο στη νύχτα όταν τα πράματα πάνε στραβά, αυτό έχω να το λέω. Λίγο πριν ξεμπερδέψουμε εντελώς από κει ο Ζ. μου τηλεφώνησε πατώντας στη συναδελφική αλληλεγγύη και μου ζήτησε να πάω να καταθέσω υπέρ του στο δικαστήριο που τον τραβολογούσε η πρώην του και να βεβαιώσω ότι όντως ήταν ηχολήπτης κι ότι ήξερε τη δουλειά. Αυτό μόνο. Όχι ότι θα πήγαινα αλλά απο περιέργεια και μόνο πήρα μερικά τηλέφωνα κάτι γνωστούς που τον ήξεραν καλύτερα. Όλοι είπαν τις ίδιες τρεις συλλαβές: «Μα-κρι-ά». Πάντως βρέθηκε κάποιος να επιβεβαιώσει στον κύριο δικαστή ότι ο Ζ. ήταν ηχολήπτης αν και δεν πιστεύω αυτό να ‘κανε καμιά διαφορά. Είμαι ωστόσο πεπεισμένος πως και τον κύριο δικαστή σε κάποια φάση της απολογίας του Ζ. κάτι που ειπωθηκε θα τον έκανε να αργοκουνήσει το κεφάλι και να ψελίσει «Σώπα ρε...».




3 comments:

Anonymous said...

Σώπα ρε...!

BISNIS TANPA MODAL said...

okey

ΕΚΤΩΡ-2008 said...

Ωραίο ιστολόγιο που το βρήκα κατα λάθος ψάχνοντας παρτιτούρες. Το διατηρείς ακόμα;
Έχω γράψει ένα τραγούδι και μουσική γι' αυτό και θέλω την γνώμη σου.


Ευχαριστώ προκαταβολικά