Monday

Βιβή



Έχεις καμμένη μήτρα, διαλυμένα σκέλια από τα ανοίγματα, σημάδι από κάψιμο στο στήθος και σπασμένη μύτη...τα δόντια σου μετρημένα, η μάνα σου αγαπούσε το "Βαϊα", αλλά οι δρόμοι σε ξέρουν Βιβή.


Λίγα κέρματα κουδούνισαν απόψε το κεραμικό στο πιατάκι της, λίγο κόσμο κι οι τουαλέτες, το μαγαζί για άλλους μισογεμάτο και για άλλους μισοάδειο, για τη Βιβή όμως μετράνε μόνο τα κέρματα και όταν η ώρα πάει δύο, τα αφήνει όπως είναι κι ανεβαίνει πάνω να κοιτάξει και να ακούσει!

Εκείνη την ώρα έβγαιναν τρεις πιτσιρικάδες που τους έλεγαν ανερχόμενους, έκαναν τότε ένα ποτ-πουρί με λαϊκά και ποπ τραγούδια του χτες και του σήμερα, μοντελάκια, με τους κοιλιακούς τους, τις αποτριχώσεις τους, τα ανώδυνα piercing τους.

Κοιτούσε πάντα κοκκαλωμένη, συχνά με ερωτευμένο χαμόγελο ή με έκπληκτο, μισάνοιχτο στόμα.
Οι πιτσιρίκες την κορόιδευαν. Η Ξένια που δούλευε στα λουλούδια έλεγε καμιά φορά: "Κοτζάμ εξηντάρα να χαλβαδιάζει τα τεκνά...; Αλλά άμα η γυναίκα το ΄χει το γαμήσι στο αίμα της δεν της το βγάζει ούτε δεσπότης από μέσα της". Η Βιβή είχε 10 χρόνια που 'χε παρατήσει τα σπίτια. Τότε που ήταν πια πενήντα κανένας νταβατζής, για καμιά τιμή δεν έκανε ντίλες μαζί της κι έτσι έβγαινε στο πεζοδρόμιο μοναχή. Είχε σιχαθεί. Τότε ψώνιζε μόνο γέρους και ανώμαλους και στα γεράματα της την έφτιαξαν έτσι, στραβή τη μύτη

Όταν τελείωνε το πρόγραμμα των παιδιών αυτή γύριζε στην κόλασή της. Ανάμεσα σε μυρωδιές από μεθυσμένα κάτουρα και σκόρπιους εμετούς, που εξέλυαν αηδιαστικό αέριο φτιαγμένο από ουίσκυ και κοκα κόλα, χωμένη σε κόσμο τελείως δικό της, που σ' αυτόν δεν υπήρχαν περιφρονήσεις, ούτε ματιές oίκτου, ούτε ψεύτικες ηθικές. Kι είχε συνήθισει τα κάτουρα, αφού είχε σταματήσει να μυρίζει τις βρωμιές που αφήνουν οι άνθρωποι πίσω τους κι αυτές που είχε αφήσει κι αυτή πίσω της με τα χρόνια. Ένιωθε καθαρή.

Ξανανέβαινε πάνω στο κλείσιμο και όταν κατέβαινε τα κέρματα
στο πιατάκι της ήταν πάντα λιγότερα. Λες και κάποιο από τα αφεντικά την τιμωρούσε που ερχόταν πάνω και ασχήμαινε την εικόνα του μαγαζιού. Αλλά για αυτήν, εκείνο το κοίταγμα άξιζε πολλά περισσότερα και τότε γελούσε περιφρονητικά στον κλέφτη, γιατί ήξερε ότι για μια ματιά μπορούσε να ζήσει και με πιο λίγα.

Κάποτε μια μικρούλα, πηδηχτούλα λουλουδού της το πέταξε κατάμουτρα, που κοιτούσε έτσι προκλητικά τους τρεις πιο ωραίους τραγουδιστές της σεζόν. Κι εκείνη απάντησε ήρεμη και σίγουρη για το θέλω της, δείχνοντας με το τσιγάρο κρατημένο ανάμεσα στα φαγωμένα μανικιούρ: "Τον έναν μόνο κοιτάω κουκλάκι μου, τον έναν ".

Κανείς δεν είχε καταφέρει να καταλάβει τι είχε η Βιβή στο μυαλό της γι' αυτόν. Πολλές φορές που τη συζητούσαν κρυφά, κάνα δυο είχαν πει ότι η Βιβή είναι αρκετά τρελή και η σκέψη τους πήγαινε σε εγκλήματα σαν κι αυτά που έδειχναν στον "Κόκκινο κύκλο".

Η Βιβή κάποτε ήπιε αρκετά. Άντεχε σα σίδερο το ποτό και ήξερε να ρεγουλάρει το οινόπνευμα στο αίμα της. Όμως εκείνο το βράδυ χρειαζόταν κουράγιο. Είχε πάρει αποφάσεις η Βιβή. Και έτσι έπινε όλη νύχτα.

Σκορπιός υπνωτισμένος, τον περίμενε στα σκοτεινά, όταν όλες οι ταμπέλες έσβησαν, λίγο πριν βγει ο καλοκαιρινός ήλιος. Και όταν τον είδε να φτάνει μαζί με μια μικρούλα τσουλίτσα τραγουδίστρια, απ' αυτές που χαρίζουν το τρυφερό μουνάκι τους στο βρωμόστομα οποιουδήποτε λιγδιάρη μαέστρου ή σιχαμερού μαγαζάτορα μόνο για ένα ρεφραίν παραπάνω στο λαικό πρόγραμμα θόλωσε. Πετάχτηκε μπροστά τους με μίσος στην καρδιά και φωτιά στο αίμα και τους έκοψε το δρόμο. Η τσουλίτσα τσίριξε και έκανε πίσω. Ο άλλος όμως ήταν ψύχραιμος και έμεινε ακίνητος. Τη θυμόταν από το μαγαζί, την είχε προσέξει κάνα δυο φορές.

- Τι θες; ρώτησε

Η Βιβή
πλησίασε σαν πεινασμένος λύκος. Του άρπαξε το χέρι και το κλείδωσε μέσα στα δικά της, τα τραχιά. Δάκρυσε από παντού. Στόμα, μύτη, μάτια, αυτιά. Και το βλέμμα της άλλαξε. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε πως αν είχε ουρά θα την κουνούσε:

- Ό,τι έμεινε επάνω μου απείραχτο είναι τα μάτια μου, είπε. Δες τα, είναι τα ολόιδια με τα δικά σου.
- ....ναι έχεις δίκιο, απάντησε τρέμοντας και έφυγε. Καληνύχτα.
- Καληνύχτα.

..........................................

Έφυγε λοιπόν αυτός με το αμάξι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, η τσουλίτσα σαστισμένη μπήκε στο δικό της και η Βιβή έμεινε καπνίζοντας καθισμένη
στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να ανέβει ο φωτεινότερος ήλιος της ζωής της. Και για πρώτη της φορά σταμάτησε να μετανοιώνει που κράτησε εκείνο το μπάσταρδο ενθυμιάκι, από το καλύτερο πήδημα της ζωής της, εικοσιπέντε χρόνια πριν με έναν που νόμιζε ότι αγαπούσε και είχε αναγκαστεί έτσι να περιμένει εννιά μήνες για να ξαναδουλέψει.

Η Βιβή.

Wednesday

...become Wrath



Μια απόφαση ζωής που είχε πάρει παλιά ήταν ν
α μην ξαναγυρίσει στον παλιό κακό νευρικό εαυτό του, να μαζεύει όλα τα νεύρα και την οργή του σε ένα τσιγάρο που θα άναβε μετά, μόνος, ακουμπώντας με την πλάτη σε όποιο σκατένιο, υγρό τοίχο έβρισκε μπροστά του. Να γελοιοποιεί όσα τον έφεραν σ'εκείνη την κατάσταση αδιαφορώντας γι'αυτά, επιδεικτικά μπροστά στην θύμησή τους, σαν ένα γενναίο κωλοδάχτυλο στα μούτρα...



Βγήκε βιαστηκά από το κωλομάγαζο που μισούσε και πήγε στο πλάι. Άναψε τσιγάρο σαν αστραπή.
Τζούρα πρώτη. Καπνός έξω. Δεύτερη, καπνός έξω, σαν ασκήσεις ανώδυνου τοκετού.


Το γονάτισε, στο τέλος δεν έμεινε γόπα να σβήσει. Είχε μείνει μόνος και ακόμα τα αυτιά βούιζαν από τα γκάζια και τις ψηλές εντάσεις. Είχε ηρεμήσει όμως.

Πιο κάτω μόνο το φως μιας καντίνας σταματούσε για λίγο το σκοτάδι.


Ζήτησε ένα βραστό διπλό. Το κράτησε λάγνα στα χέρια. Δίπλα του ένας άλλος. Του φάνηκε γνωστός. Ναι, συμμαθητής από το σχολείο, τότε που ήταν μικροί και έπαιζαν μπάλα και ξύλο με τα παιδιά από τις άλλες τάξεις. Χάρηκε που τον είδε. Ήταν σχεδόν ευτυχισμένος!

Τον κοιτούσε χαμογελώντας. Ο άλλος γύρισε.

- Τι έγινε ρε μάγκα τρέχει κάτι...; Τι σκατά θες και γελάς;"

Πάγωσε. Συνέχισε να κοιτάει.
- Τι κοιτάς ρε σκατό...; Δε σ'αρέσει η φάτσα μου; Ούτε εμένα μ'αρέσει η μαλακία που φοράς στο κεφάλι σου.


- Άντε και γαμήσου...., ψιθύρισε.

- Τι είπες;
- Άντε γαμήσου, ξαναψυθίρισε.


Με την πρώτη μπουνιά τού 'φυγε το βραστό από τα χέρια. Προσπάθησε να σηκωθεί ήρεμα από κάτω, να βάλει το χέρι στην τσέπη για να πάρει τσιγάρα και αναπτήρα. Το ίδιο έκανε κι άλλος. Μόνο το έκανε πολύ πιο γρήγορα κι αυτό που τράβηξε ήταν "πεταλούδα". Τη στριφογύρισε κι αυτή ανοίγοντας άστραψε απ' το "νέον" της καντίνας. Κι όρμηξε πάνω του πριν προλάβει ν' ανάψει το τσιγάρο του...

Ο καντινιέρης έκλεισε τα στόρια κλείδωσε και έφυγε τρέχοντας. Οι δυο τους ακόμα πλακώνονταν.

..............................................................


..............................................................



Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και τον μάζεψαν εκείνος δεν είχε πρόσωπο. Μόνο βγαλμένα μάτια, σκόρπια κομμάτια σάρκας, σπασμένα κόκκαλα, ασπροκόκκινα από τα αίματα και μια καρδιά που δυστυχώς γι'αυτόν ακόμα χτυπούσε.

Δώρο από τον παλιό του συμμαθητή, που μπορεί να του είχε αφήσει το πρόσωπο στη θέση του, αν εκείνος πρώτα τον είχε αφήσει να ανάψει ένα τσιγάρο.