Friday

Samba!


Πανάθεμά με, δεκατρία χρόνια στην επαρχία είδα γάμους όλων των ειδών. Είδα ποντιακούς είδα σαρακατσάνικους, είδα βλάχικους μέχρι και κρητικούς είδα να παντρεύονται στον ιστορικό και ακριτικό νομό Κιλκίς.
Μόλις πριν δυο βδομάδες όμως και αφού χρειάστηκε κάνα μήνα να δουλέψω στο γαμο-σκυλάδικο έμαθα τι έιναι η Samba. Ο καημένος ο δάσκαλός μου στα τύμπανα αλλιώς μου το είχε περιγράψει... "Ρυθμός εκ Λατινικής Αμερικής, τεσσάρων τετάρτων, με αφρικανικές καταβολές. Το βασικό ρυθμό ostinato, δίνει το βαθύ τύμπανο "Surdo" και ο ρυθμός συμπληρώνεται με κρουστά υψηλότερων συχνοτήτων (congas, bongos και timbales) αλλά και διάφορα κρουστά χειρός (guirro, clave κ.ά.). Το μελέτησα καλά μάλιστα και με πολλές παραλλάγες, άκουσα και πολλά τέτοια κομμάτια βάζοντας στην Τ.V. αποσπάσματα από τα καλύτερα γκολ του Copa Libertadores για να είμαι στο κλίμα.
Ένα Σαββάάάτο/βράδυ καλέ Μαρίίία/μια Κυριακή πρωωωί/ όλα αυτά κατέρρευσαν με μιας/
Ήταν Σαρακατσάνοι το ζεύγος που νοίκιασε το χώρο και έφεραν και τρεις μουσικούς της φυλής τους να παίξουν μερικά κομμάτια με τον αυθεντικό Σαρακατσάνικο ήχο (ξέρεις, με τους κιθαρίστες που πιάνουν στη Gibson τη Μι με τον αντίχειρα), έναν τραγουδιστή και ένα κλαρίνο.

Καθόμασταν με τη σειρούλα μου, τον πληκτρά το Νίκο και το μαέστρο τον Παύλο και τρώγαμε μπεζέδες, σε κάτι πολύ ωραίες ξαπλώστρες, φυσούσε και το αεράκι απαλά, έπαιζαν και τα Σαρακατσάνικα από πάνω κι ήταν λες κι ήμασταν στο Καϊμάκ Τσαλάν καλοκαίρι καιρό!

Κάπου κάπου άκουγα τον τραγουδιστή εκεί που τραγουδούσε να κόβει τα λόγια και να λέει:

-
Σάμπα ο γαμπρός, σάμπα ο γαμπρός...
Ή
-
Σάμπα ο πεθερός, σάμπα ο πεθερός...
Ή ακόμη
-
Σάμπα o κύριος, σάμπα ο κύριος όταν απευθυνόταν σε κάποιον άγνωστο.

Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι μερικοί από τους συγγενείς ήταν χρόνια μετανάστες στο Sao Paolo και παρήγγελναν συνεχώς Samba και αναρωτιόμουν γιατί άραγε να 'χουν κολλήσει με τη Samba. Χάθηκε να ζητήσουν κάτι άλλο; Αφού βλέπεις ρε κύριος ότι δεν το 'χουν οι μουσικοί, γιατί δε λες για καμιά Bossa ή κάνα Mambo στην τελική;

Γινόταν πολλή ώρα αυτό ώσπου κάποιος μου έλυσε την απορία.
"Σάμπα" φωνάζει ο τραγουδιστής στο γάμο όταν κάποιος του πετάει "χαρτούρα", οπότε με τον τρόπο αυτό ικανοποιεί τον χρηματοδότη του αφού αναφέρει δημόσια ότι έδωσε λεφτά στην ορχήστρα, άρα έτσι κάνει τη μόστρα του (βασικό στοιχείο σε ένα γλέντι να κάνεις μόστρα) και ταυτόχρονα τον τσιγκλάει να δώσει κι άλλα για περαιτέρω επίδειξη, προφανώς!
To Σάμπα είναι ρόμικη*, έκφραση και σημαίνει δίνω, πετάω ή κάτι τέτοιο. Αυτό λοιπόν προήλθε από τους γάμους των Ρομ (όπου σαν άλλοι Βραζιλιάνοι παίζουν μόνο τσιφτετέλια και Σάμπα) και κατέληξε μπασταρδεμένη, κάπως, συνήθεια και κάποιον άλλων φυλών.

Έπαιζαν λοιπόν Σάμπα όλη νύχτα οι Σαρακατσάνοι (εξαιρετικά χαρούμενος ρυθμός οφείλω να ομολογήσω, αφού με κάθε Σάμπα αυξάνει σημαντικά και το μεροκάματο των μουσικών) ενώ εμείς μόνο κάνα δυο φορές τσιμπήσαμε καμια μικρή Σαμπούλα, όχι τίποτα σοβαρό δηλαδή, κάνα δυο μετράκια μωρέ, δυο-τρία χτυπήματα στο Surdo και ένα fill στις timbales.

Θλιβερή Μετάφραση: από κάνα 5ευρώ έξτρα δηλαδή έκαστος. Ευτυχώς μένω πολύ κοντά στο μαγαζί οπότε μπορώ να πω ότι έβγαλα τουλάχιστο τις βενζίνες μου για κάνα δίμηνο, πράμα που δεν μπορούν να πουν οι υπόλοιποι μουσικοί που κατοικούν μακριά απ' τη δουλειά!

Ας είναι. Τουλάχιστον μια ακόμη μεγάλη πτυχή της λαογραφίας προστέθηκε στο βιογραφικό μου ως μουσικός κι ίσως κάποτε μ' αυτά και μ' αυτά να καταφέρω το μεγάλο μου όνειρο: Να ξεπεράσω σε συγγράμματα και απαγορευμένες εκδόσεις το μεγάλο δάσκαλο Ηλία Πετρόπουλο.



* Ρόμικος/η/ο : Τσιγγάνικος/η/ο για τους αμόρφωτους, από το λατινικό (;) Rom
Σέρβικο ανέκδοτο: Στη Σερβία δεν έχουν μαύρους να πουλάν CD στα καφέ. Τη δουλειά αυτή την έχουν πάρει μονοπώλειο ο Τσιγγάνοι (οι Rom δηλαδή στα Σέρβικα):

- Πώς λέγεται ο γύφτος που πουλάει CD στα καφέ στο Βελιγράδι;
- Πώς;
- CD-ROM.


Sunday

Απάνθισμα γάμων


Τον ένα μήνα σχεδόν που δουλεύω στο αναφερθέν σε προηγούμενο ποστ Γάμο-σκυλάδικο (Ειδική κατηγορία σκυλάδικου που εξειδικεύεται στη διοργάνωση δεξιώσεων γάμων,βαφτίσεων και παντώς τύπου δεξιώσεων, η αίθουσα κλιματίζεται), αν στίψω όλες μου τις αναμνήσεις στο τέλος θα μείνει ότι κάθε γάμος έχει κάτι το διαφορετικό. Πίστευα ότι τελικά θα είναι μια ρουτίνα, μια τυποποίηση εκδηλώσεων αλλά η διαφορετικότητα της ζωής και των ανθρώπων δημιουργούν παραλλαγές σε κάθε περίπτωση.


Ο πρώτος γάμος δεν είχε κάτι το συνταρακτικό, μάλλον γιατί ήταν ο πρώτος μου οπότε κάθετι ήταν καινούριο. Απλά μείναμε ώς τις 4μιση περιμένοντας να φύγει και η τελευταία παρέα που είχε καρφωθεί στις θέσεις της. Εμείς παίζαμε όσο πιο χάλια γινόταν (όχι για να φύγουνε,απλά τόσο μπορούσαμε).

Ο δεύτερος ήταν αλλιώς. Ο γαμπρός παλιός ροκάς ήθελε να έρθουν και κάτι φίλοι του να παίξουν με τη μπάντα τους. Είχαν συνενοηθεί και με τη διεύθυνση όποτε από εμάς είχαν το οκ, χαρά μας να καθόμαστε και να πληρωνόμαστε και να ακούμε Beatles,Stones και Jethro αντί για "Άιντε Ρεγγίνα" και "Γλύκα γλύκα". Τα παιδιά έπαιξαν υπέροχα, αυθεντικά, είχαν πολύ προσεγμένο τον ήχο τους που προσέγγιζε πάρα πολύ τον παλιό αυθεντικό ροκ ήχο,είχαν και όνομα και έπαιζαν χρόνια στην πόλη "The Skelters".
Στο Τρίτο Στεφάνι που εκλήθην να διασκεδάσω τους καλεσμένους, πριν έρθει το ζεύγος σε έναν προτζέκτορα προβάλλονταν εικόνες από τη ζωή τους, από διακοπές,από τα παιδικά τους χρόνια από ένα σωρό στιγμές!Έβλεπες δυο πολύ όμορφα μελαχρινά παιδιά, συμπαθητικά, πολύ ερωτευμένα με μεγάλα μαύρα μάτια! Όταν έφτασαν μέσα σε κορναρίσματα και χειροκροτήματα και ήρθαν στο κέντρο του χώρου σοκαρίστηκα. Ο γαμπρός ήταν μια σκιά. Δεν είχε πάνω ούτε μια τρίχα, ούτε φρύδια, ούτε βλεφαρίδες,δυο μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και βλέμμα μελαγχολικό που προσπαθούσε να χαμογελάει. Την ήξερα καλά αυτή την εικόνα. Χημειοθεραπείες. Έτσι όπως έμπλεκε η χτυπημένη υγεία του παιδιού με τη χαρά του γάμου του, θυμήθηκα τον κολλητό του πατέρα μου-λίγους μήνες πριν πεθάνει-στη βάφτιση του μικρού του γιου, που η χαρά ήταν μισή και ανακτεμένη με πίκρα, γιατί ο ίδιος ήταν σωματικά παρών αλλά δεν είχε σχεδόν καμία επικοινωνία με το περιβάλλον.
Μια φίλη μου μισεί το 4 επειδή έχει γωνίες και είναι τρομακτικό. Ευτυχώς ο τέταρτος γάμος μόνο γέλια και χαζοχαρούμενα σκηνικά είχε. Το πιο ωραί
ο ήταν ότι έσκασαν γαμπρός και νύφη με τη Harley Davidson και την τσακαλοπαρέα (όλοι μέλη του Harley Davidson club) και έγινε πανικός από τα μαρσαρίσματα και τις κόρνες! Αυτά είναι τα ωραία! Είπα και στον κιθαρίστα εκείνη την ώρα να παίξουμε το Born to be wild άλλα δεν το ήξερε ο σκυλάς!

Χτες το βράδυ συντελέστηκε το νούμερο 5! Αυτοί είχαν ζητήσει από την αρχή μόνο ρεμπέτικα και σκυλάδικα όσο πιο πολύ γίνεται. Τέλος πάντων πάιξαμε απ' όλα πάλι, ένας τύπος γύρω στα 45 ερχόταν κάθε τόσο και ήθελε να τραγουδήσει. Κάθε φορά που ερχόταν ήταν όλο και πιο κομμάτια.
- 25 χρόνια μουσικός είμαι ρε παιδιά, δεν είμαι κάνα ψώνι
ο ρε!
Ερχόταν κάθε τόσο η Χριστίνα και τον ηρεμούσε. Στο τέλος έγινε φασαρία, κανείς δεν είχε καταλάβει πως ήταν ο πατέρας της νύφης. Αν το ήξεραν απ' την αρχή θα τον άφηναν χωρίς σούξου μούξου, αφού αυτός πληρώνει στην τελική, ας κάνει ό,τι θέλει. Τραγούδησε τελικά και μπορώ να πω πως ήταν πολύ καλύτερος από τους τραγουδιστές που έχου
με εκεί, μετά φώναξε και τις δυό κόρηεςτου που ήταν κι αυτές τραγουδίστριες, πολύ γλυκιές φωνή και παρουσίες και τραγουδούσαν η μιά με το φόρεμα κι η άλλη με το νυφικό. Ανέβηκαν και κάτι άλλοι φίλοι τους τραγουδιστές, τόσοι πολλοί που αναρωτιόμουν μήπως είχαν και κανένα φίλο drummer στην παρέα να κάνει κι αυτός το κομμάτι του να με ξεκουράσει κι εμένα λίγο.

Τελικά το "καληνύχτα" στον κόσμο το είπε η νύφη, γιατί ως παιδί της νύχτας κι αυτή, ήξερε πώς είναι να μην μπορείς να σχολάσεις εξαιτίας 5-6 ατόμων που δε λένε να φύγουν όποτε από συναδελφική αλληλεγγύη το έληξε από μόνη της!

God bless you all and have a nice life!


Monday

Βιβή



Έχεις καμμένη μήτρα, διαλυμένα σκέλια από τα ανοίγματα, σημάδι από κάψιμο στο στήθος και σπασμένη μύτη...τα δόντια σου μετρημένα, η μάνα σου αγαπούσε το "Βαϊα", αλλά οι δρόμοι σε ξέρουν Βιβή.


Λίγα κέρματα κουδούνισαν απόψε το κεραμικό στο πιατάκι της, λίγο κόσμο κι οι τουαλέτες, το μαγαζί για άλλους μισογεμάτο και για άλλους μισοάδειο, για τη Βιβή όμως μετράνε μόνο τα κέρματα και όταν η ώρα πάει δύο, τα αφήνει όπως είναι κι ανεβαίνει πάνω να κοιτάξει και να ακούσει!

Εκείνη την ώρα έβγαιναν τρεις πιτσιρικάδες που τους έλεγαν ανερχόμενους, έκαναν τότε ένα ποτ-πουρί με λαϊκά και ποπ τραγούδια του χτες και του σήμερα, μοντελάκια, με τους κοιλιακούς τους, τις αποτριχώσεις τους, τα ανώδυνα piercing τους.

Κοιτούσε πάντα κοκκαλωμένη, συχνά με ερωτευμένο χαμόγελο ή με έκπληκτο, μισάνοιχτο στόμα.
Οι πιτσιρίκες την κορόιδευαν. Η Ξένια που δούλευε στα λουλούδια έλεγε καμιά φορά: "Κοτζάμ εξηντάρα να χαλβαδιάζει τα τεκνά...; Αλλά άμα η γυναίκα το ΄χει το γαμήσι στο αίμα της δεν της το βγάζει ούτε δεσπότης από μέσα της". Η Βιβή είχε 10 χρόνια που 'χε παρατήσει τα σπίτια. Τότε που ήταν πια πενήντα κανένας νταβατζής, για καμιά τιμή δεν έκανε ντίλες μαζί της κι έτσι έβγαινε στο πεζοδρόμιο μοναχή. Είχε σιχαθεί. Τότε ψώνιζε μόνο γέρους και ανώμαλους και στα γεράματα της την έφτιαξαν έτσι, στραβή τη μύτη

Όταν τελείωνε το πρόγραμμα των παιδιών αυτή γύριζε στην κόλασή της. Ανάμεσα σε μυρωδιές από μεθυσμένα κάτουρα και σκόρπιους εμετούς, που εξέλυαν αηδιαστικό αέριο φτιαγμένο από ουίσκυ και κοκα κόλα, χωμένη σε κόσμο τελείως δικό της, που σ' αυτόν δεν υπήρχαν περιφρονήσεις, ούτε ματιές oίκτου, ούτε ψεύτικες ηθικές. Kι είχε συνήθισει τα κάτουρα, αφού είχε σταματήσει να μυρίζει τις βρωμιές που αφήνουν οι άνθρωποι πίσω τους κι αυτές που είχε αφήσει κι αυτή πίσω της με τα χρόνια. Ένιωθε καθαρή.

Ξανανέβαινε πάνω στο κλείσιμο και όταν κατέβαινε τα κέρματα
στο πιατάκι της ήταν πάντα λιγότερα. Λες και κάποιο από τα αφεντικά την τιμωρούσε που ερχόταν πάνω και ασχήμαινε την εικόνα του μαγαζιού. Αλλά για αυτήν, εκείνο το κοίταγμα άξιζε πολλά περισσότερα και τότε γελούσε περιφρονητικά στον κλέφτη, γιατί ήξερε ότι για μια ματιά μπορούσε να ζήσει και με πιο λίγα.

Κάποτε μια μικρούλα, πηδηχτούλα λουλουδού της το πέταξε κατάμουτρα, που κοιτούσε έτσι προκλητικά τους τρεις πιο ωραίους τραγουδιστές της σεζόν. Κι εκείνη απάντησε ήρεμη και σίγουρη για το θέλω της, δείχνοντας με το τσιγάρο κρατημένο ανάμεσα στα φαγωμένα μανικιούρ: "Τον έναν μόνο κοιτάω κουκλάκι μου, τον έναν ".

Κανείς δεν είχε καταφέρει να καταλάβει τι είχε η Βιβή στο μυαλό της γι' αυτόν. Πολλές φορές που τη συζητούσαν κρυφά, κάνα δυο είχαν πει ότι η Βιβή είναι αρκετά τρελή και η σκέψη τους πήγαινε σε εγκλήματα σαν κι αυτά που έδειχναν στον "Κόκκινο κύκλο".

Η Βιβή κάποτε ήπιε αρκετά. Άντεχε σα σίδερο το ποτό και ήξερε να ρεγουλάρει το οινόπνευμα στο αίμα της. Όμως εκείνο το βράδυ χρειαζόταν κουράγιο. Είχε πάρει αποφάσεις η Βιβή. Και έτσι έπινε όλη νύχτα.

Σκορπιός υπνωτισμένος, τον περίμενε στα σκοτεινά, όταν όλες οι ταμπέλες έσβησαν, λίγο πριν βγει ο καλοκαιρινός ήλιος. Και όταν τον είδε να φτάνει μαζί με μια μικρούλα τσουλίτσα τραγουδίστρια, απ' αυτές που χαρίζουν το τρυφερό μουνάκι τους στο βρωμόστομα οποιουδήποτε λιγδιάρη μαέστρου ή σιχαμερού μαγαζάτορα μόνο για ένα ρεφραίν παραπάνω στο λαικό πρόγραμμα θόλωσε. Πετάχτηκε μπροστά τους με μίσος στην καρδιά και φωτιά στο αίμα και τους έκοψε το δρόμο. Η τσουλίτσα τσίριξε και έκανε πίσω. Ο άλλος όμως ήταν ψύχραιμος και έμεινε ακίνητος. Τη θυμόταν από το μαγαζί, την είχε προσέξει κάνα δυο φορές.

- Τι θες; ρώτησε

Η Βιβή
πλησίασε σαν πεινασμένος λύκος. Του άρπαξε το χέρι και το κλείδωσε μέσα στα δικά της, τα τραχιά. Δάκρυσε από παντού. Στόμα, μύτη, μάτια, αυτιά. Και το βλέμμα της άλλαξε. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε πως αν είχε ουρά θα την κουνούσε:

- Ό,τι έμεινε επάνω μου απείραχτο είναι τα μάτια μου, είπε. Δες τα, είναι τα ολόιδια με τα δικά σου.
- ....ναι έχεις δίκιο, απάντησε τρέμοντας και έφυγε. Καληνύχτα.
- Καληνύχτα.

..........................................

Έφυγε λοιπόν αυτός με το αμάξι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, η τσουλίτσα σαστισμένη μπήκε στο δικό της και η Βιβή έμεινε καπνίζοντας καθισμένη
στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να ανέβει ο φωτεινότερος ήλιος της ζωής της. Και για πρώτη της φορά σταμάτησε να μετανοιώνει που κράτησε εκείνο το μπάσταρδο ενθυμιάκι, από το καλύτερο πήδημα της ζωής της, εικοσιπέντε χρόνια πριν με έναν που νόμιζε ότι αγαπούσε και είχε αναγκαστεί έτσι να περιμένει εννιά μήνες για να ξαναδουλέψει.

Η Βιβή.

Wednesday

...become Wrath



Μια απόφαση ζωής που είχε πάρει παλιά ήταν ν
α μην ξαναγυρίσει στον παλιό κακό νευρικό εαυτό του, να μαζεύει όλα τα νεύρα και την οργή του σε ένα τσιγάρο που θα άναβε μετά, μόνος, ακουμπώντας με την πλάτη σε όποιο σκατένιο, υγρό τοίχο έβρισκε μπροστά του. Να γελοιοποιεί όσα τον έφεραν σ'εκείνη την κατάσταση αδιαφορώντας γι'αυτά, επιδεικτικά μπροστά στην θύμησή τους, σαν ένα γενναίο κωλοδάχτυλο στα μούτρα...



Βγήκε βιαστηκά από το κωλομάγαζο που μισούσε και πήγε στο πλάι. Άναψε τσιγάρο σαν αστραπή.
Τζούρα πρώτη. Καπνός έξω. Δεύτερη, καπνός έξω, σαν ασκήσεις ανώδυνου τοκετού.


Το γονάτισε, στο τέλος δεν έμεινε γόπα να σβήσει. Είχε μείνει μόνος και ακόμα τα αυτιά βούιζαν από τα γκάζια και τις ψηλές εντάσεις. Είχε ηρεμήσει όμως.

Πιο κάτω μόνο το φως μιας καντίνας σταματούσε για λίγο το σκοτάδι.


Ζήτησε ένα βραστό διπλό. Το κράτησε λάγνα στα χέρια. Δίπλα του ένας άλλος. Του φάνηκε γνωστός. Ναι, συμμαθητής από το σχολείο, τότε που ήταν μικροί και έπαιζαν μπάλα και ξύλο με τα παιδιά από τις άλλες τάξεις. Χάρηκε που τον είδε. Ήταν σχεδόν ευτυχισμένος!

Τον κοιτούσε χαμογελώντας. Ο άλλος γύρισε.

- Τι έγινε ρε μάγκα τρέχει κάτι...; Τι σκατά θες και γελάς;"

Πάγωσε. Συνέχισε να κοιτάει.
- Τι κοιτάς ρε σκατό...; Δε σ'αρέσει η φάτσα μου; Ούτε εμένα μ'αρέσει η μαλακία που φοράς στο κεφάλι σου.


- Άντε και γαμήσου...., ψιθύρισε.

- Τι είπες;
- Άντε γαμήσου, ξαναψυθίρισε.


Με την πρώτη μπουνιά τού 'φυγε το βραστό από τα χέρια. Προσπάθησε να σηκωθεί ήρεμα από κάτω, να βάλει το χέρι στην τσέπη για να πάρει τσιγάρα και αναπτήρα. Το ίδιο έκανε κι άλλος. Μόνο το έκανε πολύ πιο γρήγορα κι αυτό που τράβηξε ήταν "πεταλούδα". Τη στριφογύρισε κι αυτή ανοίγοντας άστραψε απ' το "νέον" της καντίνας. Κι όρμηξε πάνω του πριν προλάβει ν' ανάψει το τσιγάρο του...

Ο καντινιέρης έκλεισε τα στόρια κλείδωσε και έφυγε τρέχοντας. Οι δυο τους ακόμα πλακώνονταν.

..............................................................


..............................................................



Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και τον μάζεψαν εκείνος δεν είχε πρόσωπο. Μόνο βγαλμένα μάτια, σκόρπια κομμάτια σάρκας, σπασμένα κόκκαλα, ασπροκόκκινα από τα αίματα και μια καρδιά που δυστυχώς γι'αυτόν ακόμα χτυπούσε.

Δώρο από τον παλιό του συμμαθητή, που μπορεί να του είχε αφήσει το πρόσωπο στη θέση του, αν εκείνος πρώτα τον είχε αφήσει να ανάψει ένα τσιγάρο.


Monday

ARIZONA part 2

Λοιπόν αντε καλές μαλακίες και δω. Ένα από τα πιο γελοία σκηνικά που 'χω δει σε αυτό το μαγαζί είναι το εξής:
Πελάτης, φιλος γενεθλιάζοντος, ζητά από το αφεντικό και τραγουδιστή να παίξουμε το happy birthday για να βγάλυν την τούρτα που προοριζόταν για το φίλο του. Το αφεντικό το λέει στο μπουζουκτση και φεύγει από την πίστα για να τραγουδησει απο το τραπέζι αυτού που έχει γενέθλια. Η τούρτα έχει αρχίσει να φτάνει, το αφεντικό λεει τωρα στον μπουζουκτση και περιμένει με το μικροφωνο στο στόμα να μπει. Ελα ομως που ο μπουζουκτσης εχει καταλάβει τα γενέθλια του σφακιανακη και μπαίνει με μια ταξιμάρα σε φυσική μινόρε 200 νότες το δευτερόλεπτο. Εκει που είναι ετοιμος να μπει ο τραγουδιστής, ακουει τις νοτάρες και πριν προάβει να τραβηχτεί απο το μικρόφωνο λέει : Γαμώ την παναγία μου. χαχαχαχαχαχαχαχαχαχα

Με μια ιστορία Tου, καλωσορίζω τον kafouroutso στο blog!

Ένα από τα μεγάλα όνειρά μου έγινε πραγματικότητα....να κάνω blog με τον kafouroutso

Τον καλωσορίζω στις "Ιστορίες Σκυλάδικου" διηγούμενος μια ιστορία τ
ου, στο σκυλάδικο "Arizona" του Λονδίνου όπου βγάζει ιδρώνωντας τις λιρίτσες Αγγλίας του....


Παίζει ο kafou λοιπόν στο σκυλάδικο, όπου συχνάζουν όλοι οι Έλληνες λεφτάδες του Λονδίνου, εφοπλιστές, χρηματιστές, τεχνοκράτες κλπ.

Πρώτο τραπέζι πίστα ένα μωρό θεϊκό παίζει με τα μάτια τον kafou. Ξέρεις, απ'αυτές τις Αθηναίες που οι μπαμπάδες τους έχουν τα άπειρα λεφτά, που η Ελλάδα δεν τις χωράει πια, που ζουν στο South Kensington και έχουν βαρεθεί και την κόκα και έχουν δοκιμάσει τα πάντα στη ζωή τους!

Αυτός ανταποκρίνεται και απαντάει με την κεραυνοβόλο Γρεβενίσια ματιά του...Εκείνη ήδη έχει κάνει τρελή ζημιά στο μαγαζί! Γαρύφαλο φεύγει με τον κουβά, μπουκάλια πάνε κι έρχονται, χαμός. Αρχίζει και ξεσαλώνει κι άλλο. Σιγά σιγά έρχεται όλο και πιο κοντά στον kafou. Από το τραπέζι στην πίστα, από την πίστα δίπλα στα drums.

Σε κάποια φάση βρίσκονται αυτή να κάθεται στα πόδια του κι αυτός με τα χεράκια του τυλιγμένα γύρω της να παίζει και ταυτόχρονα να μιλάνε (το να παίζεις και την ίδια στιγμή να μιλάς άνετα, είναι αποτέλεσμα των ασκήσεων ανεξαρτησίας των μελών που κάνουν οι drummers και δη ο kafou).

Του λέει αυτή:"Ξέρεις μωρέ κι εμείς εδώ, τα χουμε ζήσει όλα και βαριόμαστε στην Ελλάδα και το Kensington μας ξέρει απέξω και δε μας χωράει πια.....και κόκες και drugs και τα ρέστα..."

Σε κάποια φάση, σηκώνει κρυφά την μπλούζα της και του μοστράρει το βυζί της, τέλειο, καλοσχηματισμένο, φρέσκο φρέσκο, μόλις βγήκε απ'τον πλαστικό, τεφαρίκι πράμα λέμε.....και του λέει:

"Δες εδώ, μόλις έχω βγει απ' το χειρουργείο μωρε....και ξέρεις....τι σου λέει...;"

Απαντάει θλιμμένα ο kafou, με ερώτηση: "Χειρουργείο ε...; Καρκίνος...;"



Η γκόμενα χώρις δεύτερη κουβέντα αποχωρεί από την "Arizona" ξενερωμένη......

----------------------------

Ντάπα ντούπα......τράκατα τράκατα ταμ.......

Tuesday

Drum for your life....



Καλοκαίρι....ζέστη....νύχτα με κουνούπια....τα ποτά πάνε κι έρχονται χιλιάδες. Βρισκόμαστε στο κατάστρωμα ενός σκυλάδικου που το έφτιαξαν να μοιάζει με πειρατικό καράβι. Οι Σαλονικιοί σίγουρα θα το ξέρουν αφού το αντικρύζουν πάντα στα δεξιά πηγαίνοντας προς Χαλκιδική. Απ' έξω μοιάζει με κάστρο και μέσα έχει κατάρτια πειρατές κι άλλα τέτοια παραμυθένια, αλλά η μουσική δεν έχει και τόσο σχέση με το σκηνικό.

Πάνω στο stage η μπάντα τα δίνει. Ο drummer παλιός μεταλλάς δεν μπορεί να ξεχάσει τις καλές συνήθειες. Παίζει κέρατα, διπλοπέταλα συνεχώς, στριφογυρίζει τις μπαγκέτες στον αέρα, τα χέρια του εξαφανίζονται απ'την ταχύτητα, φαντάζεται Metal Festival στο Doncaster και στη Μόσχα. Τα μαλλιά του, καθώς τινάζονται, εκτοξεύουν φρέσκιες σταγονίτσες ιδρώτα πάνω στους μουσικούς και στο άσπρο κουστούμι του ηλίθιου τραγουδιστή που έκανε κατά τύχη όνομα στη νύχτα.

Δεν έχει καταλάβει πως κλέβει την παράσταση. Γκόμενες του πετάν λουλούδια, του στέλνουν χαρτάκια με τηλέφωνα, αλλά αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι. Μοιάζει με εκστασιασμένο δερβισόπουλο. Κάποιοι από την μπάντα ζηλεύουν...


Ξαφνικά το groove κόβεται, ο ρυθμός σταματάει κι όλοι γυρίζουν να κοιτάξουν τι έγινε.
Σταματούν να χορεύουν, τα λουλούδια μένουν να αιωρούνται σταματώντας την πορεία τους προς τον τραγουδιάρη.

Τον βλέπουν να χει σηκωθεί απ' τα τύμπανα να 'χει πάει λίγο πιο κει και να χτυπάει με δύναμη και απίοστευτη ταχύτητα τις μπαγκέτες του πάνω στην πλαστική οδαλίσκη που κρατιέται από ένα ψεύτικο κατάρτι που είναι ενάμιση μέτρο πιο κει από το κάθισμά του.

Ο μαέστρος εξοργίζεται με το ψώνιο του, που όχι μόνο κλέβει απ' τη δόξα των τραγουδιστών αλλά αφήνει και το όργανο για να κάνει το κομμάτι του. Σηκώνεται και πάει να τον συνεφέρει. Μόλις τον πλησιάζει ο drummer έχει σταματήσει τα απανωτά χτυπήματα και ξεφυσάει. Ο μαέστρος κοιτάει πιο προσεκτικά και παραλίγο να λιποθυμήσει......


........ευτυχώς ο drummer ήταν πολύ πιο ακριβής και πιο γρήγορος απ'την οχιά που είχε τυλιχτέι στη μέση της πλαστικής κοπέλας και απειλούσε να γευτεί τον ιδρωμένο λαιμό του!





Άρον άρον τα γκαρσόνια τη μαζεύουν νεκρή οχιά μέσα στα φαράσια με τα γαρύφαλα και ο ρυθμός συνεχίζεται.

Οχιά σε ροδοπέταλο....
Ρούμπα με διπλοπέταλο....


Saturday

Η κυρά Σοφούλα


Έχει λίγο καιρό που κάνω πρόβες σε ένα γαμοσκυλάδικο (-ειδική κατηγορία σκυλάδικου το οποίο ειδικεύεται στην οργάνωση γλεντιών γάμων), όπου θα εργάζομαι σκληρά πλην τίμια μετά το τέλος της Σαρακοστής οπότε και θα ξαναρχίσουν να γίνονται γάμοι.

Οι ορχήστρες συνήθως σε αυτά τα μαγαζιά αποτελούνται από μουσικούς κάτω του μετρίου και χωρίς παιδεία ή θεωρητικές γνώσεις. Αν πεις για τους τραγουδιστές, εκεί γίνεται το σώσε!

Ο κυρ Στέλιος είναι ένας 60άρης τραγουδιστής που έχει σπεσιαλιτέ τον Καζαντζίδη και τον Αγγελόπουλο, αλλά για χάρη της νέας τάξης πραγμάτων τραγουδάει Ρέμο, Βέρτη και Κουρκούλη (η φώτο είναι από το τετράδιο του κυρ Στέλιου με στίχους από επαναστατικό και ανατρεπτικό ύμνο του Κουρκούλη - "Έτσι όμορφα κι ωραία"). Είναι συμπαθέστατος άνθρωπος μες στην ευγένεια και την τρελή χαρά και καμιά φορά σε παρασέρνει στο χαρούμενο κόσμο του ακόμη κι αν έχεις τις μαύρες σου.

Την Τετάρτη στην πρόβα ο κυρ Στέλιος έσκασε μύτη με το μωρό του, την κυρα Σοφούλα με την οποία συμβιώνουν τα τελευταία 35 χρόνια. Η κυρα Σοφούλα είναι κοντή και μπαμπάτσικια, με τσαντάκι και ύφος καπάτσας γυναίκας που το πρωί σίγουρα παρακολουθεί Γιώργο Αυτιά και ίσως τα γράφει και στο βίντεο.

Μες στην χαρά, όπως πάντα ο κυρ Στέλιος συστήνει τον πληκτρά και φίλο μου από τον καιρό της μαμάς πατρίδας, Νίκο, (με τον οποίο είναι γείτονες στην Τούμπα και συμπτωματικά γνωρίζονταν πριν συνεργαστούν - άλλος ένας λόγος για να χοροπηδάει απ'τη χαρά του ο κυρ Στέλιος) στην κυρά Σοφούλα, η οποία κάθεται μακριά σε ένα απο τα τραπέζια.

- Σοφούκαααα, φωνάζει χαρούμενα, ο Νικολάκης από δω είναι γειτονάκι μας...χεχεχε...εκεί βρε στην Περεβού μένει...χεχε....ε Νικολάκη...; Χε χε καιρό έχω να σε δω βρε γειτονάκι μου να βγάζεις το σκύλο σου βόλτα βρε παιδί μου....ε Σοφούκαααα τον βλέπω που και που να βγάζει βόλτα το σκυλάκι του!
- Χάρηκα πολύ λέει ο Νίκος!

Η κυρά Σοφούλα αλλάζει ύφος. Περιμένουμε τα τυπικά "παρομοίως παιδί μου" κλπ

Μάταια. Ξεκινάει από Σολ

- Εγώ πάντως θα διαμαρτυρηθώ στο δήμο για αυτά τα σκυλιά, δεν είναι πραμα αυτό να τα βγάζουν βόλτα στο παρκάκι εκεί κάτω κι αυτά να κοπρίζουν από δω κι από κει....

Ανεβάζει σε Λα:

- Προχτές πήγα να πάρω το μωρό (μάλλον το εγγόνι) από το σχολείο και δεν μπορούσε να περάσει το παιδί από τα κόπρανα....

Το πάει Σι:

- Αλλά έπρεπε να μουν εγώ δήμαρχος να σας έλεγα όλους εσάς με τα σκυλιά σας....Να έστελνα κάθε μέρα τη δημοτική αστυνομία εκεί να έκοβε προστίματα να βλέπαμε, τα αφήνατε να χέζουν ή όχι....Επιτήδειοι

Ρεφραίν σε Ντο δίεση:

- Αίσχος...αίσχος....

Κοιτιόμαστε απορρημένοι, έχουμε μοιραστεί άπειρες στιγμές παραλογισμού στο στρατό, δαγκωνόμαστε να μη γελάσουμε και κάνουμε πως δεν την προσέχουμε. Ο μαέστρος μιλάει με τον μπουζουξή, ο κυρ Στέλιος σφυρίζει τάχα αδιάφορα αλλά αμήχανα, εμείς το παίζουμε τρελοί....

Και τότε αυτή βρίσκει συμπαράσταση και ακροατήριο στο πρόσωπο του ηχολήπτη και συνεχίζει προς αυτόν το θλιβερά μικροαστικό και μίζερο Ρεφραίν (σε Ντο δίεση φυσικά):

- Αίσχος, αίσχος.......

Αρχίζουμε να παίζουμε μπας και σταματήσει αλλά βλέπουμε το στόμα της να ανεβοκατεβαίνει παράλληλα με αυτό του άντρα της που τραγουδάει:

Έτση όμορφα κι ορέα....-άισχος-
θέλο να -αίσχος- περνάη
Όλη -αίσχος- μου η ζοί




Friday

Η μπαλάντα του Γκαντέμη



Δε γαμιέται, εδώ υπάρχουν σοβαρότερα προβλήματα...

Το ότι ο Β. ήταν τόσο γκαντέμης δεν το είχα φανταστεί. Οι υποψίες μου ξεκίνησαν όταν κάναμε πρόβες το καλοκαίρι για τη θερινή σεζόν και πάνω στο κρίσιμο σημείο λίγο πριν την πρεμιέρα αυτός και η οικογένειά του,γυναίκα και δυο μικρά αγοράκια αρρώστησαν ομαδικώς από μια βαρβάτη γαστρεντερίτιδα.Αποτέλεσμα:να πάει πίσω όλη η σεζόν...
Στα τέλη Αυγούστου και δυο μέρες πριν το σχήμα αναχωρήσει για μια συναυλία στην πανέμορφη Πράγα με πολύ καλά λεφτά και διαμονή σε υπέροχα μέρη ο μικρός γιος του (κάτι μηνών...) άρχισε να χάνει βάρος και ο Β. όχι μόνο έχασε τη δουλειά αλλά έτρεχαν μεσ' το άγχος στα νοσοκομεία μέχρι τελικά να αποδειχτεί ότι το μωρό ήταν τελικά υγιές και ότι απλά ήταν το γάλα που θήλαζε η γυναίκα του αδύναμο...Μικρό το κακό ευτυχώς!

Οκτώβρης. Το σχήμα βρίσκεται σε εντατικές πρόβες εν όψει της επερχόμενης χειμερινής σεζόν. Μια μέρα στις 4 το πρωί έξω από το μαγαζί γίνεται συμπλοκή με διπλό φονικό. 3 ώρες μετά το τέλος της πρόβας. Ο Β. είχε παρκάρει το μηχανάκι του κοντά στο σημείο της συμπλοκής. Κατά τη μία το βράδυ όπως ήταν να φύγει του έπεσε η εκπτωτική κάρτα από το Μαρινόπουλο με το ID number χαραγμένο πάνω. Η αστυνομία τη βρίσκει. Μέσω του αριθμού βρίσκει σε ποιόν ανήκει.Η περιγραφή ταιριάζει τέλεια:Μακρύ μαλλί με δερμάτινο και τσάντα,όπως ακριβώς ήταν ο Β. εκείνο το βράδυ.Την επόμενη τον μαζεύουν.Περνάει 7 ώρες στο τμήμα με ανακρίσεις και αναγνωρίσεις μέχρι η τσατσά και ένας απ' τους τραυματίες να παραδεχτούν πως δεν ήταν αυτός. Παλιότερα τον είχαν ξανασυλλάβει με ένταλμα και κρατητήριο παρακαλώ για απλήρωτη κλήση την οποία τελικά ποτέ δεν όφειλε...και η αστυνομία απολογήθηκε για το Σ/Κ που τον φυλάκισε.

Το τελευταίο βράδυ πριν την πρεμιέρα σηκώνει έναν ενισχυτή Ampeg και παθαίνει βαρβάτο λουμπάγκο που τον αφήνει χωρίς πρεμιέρα και χάνει 350 ευρώ,η μπάντα χωρίς ένα μέλος της και το πρόγραμμα χάλια χωρίς αυτόν.

Την επόμενη βδομάδα συνέρχεται και ξεκινάει να παίζει. Και είναι ΤΟΤΕ που αρρωσταίνει ο σκύλος του που τον είχε 15 χρόνια. Κάνουν ό,τι μπορούν αλλά το ζώο δεν αντέχει και τελικά σχολάει. Η μάνα του απ' τη στενοχώρια παθαίνει οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και μπαίνει στην εντατική όπου τελικά γλιτώνει.

Ευχέλαιο ακολουθεί αμέσως μετά από όλα αυτά.

Χτες μόλις έμαθα ότι το καλοκαίρι που το μαγαζί είχε καεί και το δείχναν στις ειδήσεις, ο Β. για πρώτη του φορά είχε αρχίσει να παίζει εκεί μόλις την προηγούμενη μέρα....

Λυπητερή ιστορία σκυλάδικου. Μην κλαίτε.


Είχε ώρα που είχε ξεκινήσει να παίζει. Καθόταν ακριβώς κάτω από το σημείο που η θέρμανση έβγαζε αλύπητα το ζεστό αέρα της για να ζεστάνει τις διαθέσεις των θαμώνων του τσίρκου. Κι έτσι τα δάχτυλά του ζεστάθηκαν γρήγορα από το ξαφνικό κρύο του Νοέμβρη. Ανεβοκατέβαινε πια τα τάστα της Gibson του για πλάκα, όποτε ήθελε, από όποια κλίματα γούσταρε, έκανε εκπληκτικά σόλο, απολάμβανε κάθε νότα και κάθε συγχορδία ξεχωριστά,σαν όλες τις γυναίκες που κάποτε τον είχαν στιγματίσει. Δεν ασχολήθηκε στιγμή με τίποτα άλλο, απλά απαξιούσε για όλα. Και για τον κόσμο, που τον ένιωθε σαν πελάτη σε μπουρδέλο, γιατί ένιωθε πουτάνα της τέχνης που αναγκάζονταν να βρωμίζει την ψυχή του με την πραγματικότητα που ζούσε κάνοντας κάτι που σιχαινόταν για να μπορεί να πληρώνει τους λογαριασμούς του.

Κι έτσι το μυαλό του επέστρεφε πάντα και συνεχώς σε εικόνες από μικρά jazz club του Manhattan, μεγάλα θέατρα του Λονδίνου και υπόγεια ποτεία της Γρανάδα. Τα είχε δει όλα αυτά μόνο σε εικόνες όμως τα ήξερε πιο καλά από τον καθένα, είχε παίξει εκεί άπειρες φορές από πιτσιρίκι με όλους τους μεγάλους δασκάλους.

Κάποτε αποφάσισε μια φορά για πλάκα να σηκώσει το κεφάλι και να γελάσει φαιδρά με το πλήθος που παραλληρούσε με τα τριημιτόνια και τις ουσάκ κλίμακές του. Να γελάσει που μπορούσε να τους ελέγχει απόλυτα. Να τους κάνει όταν γούσταρε να σηκώνονται και να κουνιούνται, να χορεύουν κυκλικά, να ανεβοκατεβαίνουν τα τραπέζια κι άμα λάχει να μελαγχολούν και αγκαλίαζονται αγαπημένα. Μαέστρος.

Ένιωθε λίγο σα μαριονετίστας που σουρεαλιστικά πληρώνεται από τις μαριονέτες του για να τις κουνάει.

Σήκωσε λοιπόν το κεφάλι και γύρισε μια βόλτα από τα πρώτα τραπέζια.

Κι ήταν αυτό το ΛΑΘΟΣ του.

Ο δείκτης του βρέθηκε να κρατάει το μπαρέ στη λα δίεση και να παραμένει εκεί ακόμη κι όταν η συγχορδία έπρεπε να αλλάξει αφήνοντας ένα τραγικό φάλτσο να αιωρείται - το οποίο έγινε αντιληπτό ακόμη και από τον ηλίθιο μπάρμαν - και συνήλθε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα,όταν τον σκούντηξε ο πληκτράς.

Η υπαίτια τον κοίταξε καλά στα μάτια. Ήταν κι αυτή παγωμένη, ακίνητη στην καρέκλα της. Του φάνηκε πως ξεροκατάπιε. Άφησε για λίγο την κιθάρα, για να πεταχτεί μέχρι τις τουαλέτες κι έριξε νερό στο πρόσωπό του.
Γύρισε πιο ψύχραιμος. Την περιεργάστηκε. Φαινόταν πεντακάθαρα η ομορφιά της, τα μάτια της που ήταν μόνο γι'αυτόν, για κανέναν άλλο και το αβέβαιο χαμόγελό της που τον αποσυντόνιζε συνεχώς.

Ένα χέρι που ξαφνικά πέρασε από πίσω της κόντεψε να τον κάνει να του πέσει η κιθάρα. Σύρθηκε ύπουλα πάνω απ'την πλάτη της φτηνιάρικης καρέκλας,ανέβηκε σιγά σιγά και κάτι χοντρά γέρικα δάχτυλα με ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι και μια αλυσίδα στον καρπό τυλίχτηκαν άγαρμπα πιέζοντας το μπράτσο της. Εκείνη τρόμαξε και γύρισε προς το συνδαιτημόνα της. Της πήρε λίγο χρόνο να προσποιηθεί πως τον φιλάει.

Η υπόλοιπη ώρα πέρασε αργα, με αγωνιώδεις ματιές, μελαγχολικά βλέμματα μινόρε συγχορδίες και καταθλιπτικά σόλο.

Αυλαία...ανέκφραστος,έτρεξε γρήγορα στα καμαρίνια, φόρεσε το δερμάτινό του και έφυγε για την έξοδο. Η μάγισσά του είχε καταφέρει να πείσει απ'ότι φαίνεται το χοντρό καβαλιέρο της να μείνουν μέχρι το τέλος. Στην έξοδο με το ζόρι κάποιος τον κράτησε να του πει κάτι. Κάτι ασήμαντο, μια βλακεία. Ήταν όμως αρκετή αυτή η ελάχιστη στιγμή για να συντελεστεί το έγκλημα της τύχης. Μέσα στο στριμωγμένο πλήθος, κόλλησαν πρόσωπο με πρόσωπο. Μύρισε την ανάσα της. Το ποτό που έπινε. Την ανάσα και τα σάλια του γέρου. Κρυφά του έπιασε το χέρι. Ένιωσε το δικό της που ίδρωσε αμέσως. Και εκείνη το δικό του που έτρεμε.

Και μπόρεσε μόνο να του αφήσει το άρωμά της στα δάχτυλά του, μόνο για ένα πρωί και μαζί ένα τρίξιμο, σα χορδή που σπάει...ακριβώς την ώρα που
τελικά ο ήλιος μας κάνει τη χάρη να βγει.