Friday

Λυπητερή ιστορία σκυλάδικου. Μην κλαίτε.


Είχε ώρα που είχε ξεκινήσει να παίζει. Καθόταν ακριβώς κάτω από το σημείο που η θέρμανση έβγαζε αλύπητα το ζεστό αέρα της για να ζεστάνει τις διαθέσεις των θαμώνων του τσίρκου. Κι έτσι τα δάχτυλά του ζεστάθηκαν γρήγορα από το ξαφνικό κρύο του Νοέμβρη. Ανεβοκατέβαινε πια τα τάστα της Gibson του για πλάκα, όποτε ήθελε, από όποια κλίματα γούσταρε, έκανε εκπληκτικά σόλο, απολάμβανε κάθε νότα και κάθε συγχορδία ξεχωριστά,σαν όλες τις γυναίκες που κάποτε τον είχαν στιγματίσει. Δεν ασχολήθηκε στιγμή με τίποτα άλλο, απλά απαξιούσε για όλα. Και για τον κόσμο, που τον ένιωθε σαν πελάτη σε μπουρδέλο, γιατί ένιωθε πουτάνα της τέχνης που αναγκάζονταν να βρωμίζει την ψυχή του με την πραγματικότητα που ζούσε κάνοντας κάτι που σιχαινόταν για να μπορεί να πληρώνει τους λογαριασμούς του.

Κι έτσι το μυαλό του επέστρεφε πάντα και συνεχώς σε εικόνες από μικρά jazz club του Manhattan, μεγάλα θέατρα του Λονδίνου και υπόγεια ποτεία της Γρανάδα. Τα είχε δει όλα αυτά μόνο σε εικόνες όμως τα ήξερε πιο καλά από τον καθένα, είχε παίξει εκεί άπειρες φορές από πιτσιρίκι με όλους τους μεγάλους δασκάλους.

Κάποτε αποφάσισε μια φορά για πλάκα να σηκώσει το κεφάλι και να γελάσει φαιδρά με το πλήθος που παραλληρούσε με τα τριημιτόνια και τις ουσάκ κλίμακές του. Να γελάσει που μπορούσε να τους ελέγχει απόλυτα. Να τους κάνει όταν γούσταρε να σηκώνονται και να κουνιούνται, να χορεύουν κυκλικά, να ανεβοκατεβαίνουν τα τραπέζια κι άμα λάχει να μελαγχολούν και αγκαλίαζονται αγαπημένα. Μαέστρος.

Ένιωθε λίγο σα μαριονετίστας που σουρεαλιστικά πληρώνεται από τις μαριονέτες του για να τις κουνάει.

Σήκωσε λοιπόν το κεφάλι και γύρισε μια βόλτα από τα πρώτα τραπέζια.

Κι ήταν αυτό το ΛΑΘΟΣ του.

Ο δείκτης του βρέθηκε να κρατάει το μπαρέ στη λα δίεση και να παραμένει εκεί ακόμη κι όταν η συγχορδία έπρεπε να αλλάξει αφήνοντας ένα τραγικό φάλτσο να αιωρείται - το οποίο έγινε αντιληπτό ακόμη και από τον ηλίθιο μπάρμαν - και συνήλθε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα,όταν τον σκούντηξε ο πληκτράς.

Η υπαίτια τον κοίταξε καλά στα μάτια. Ήταν κι αυτή παγωμένη, ακίνητη στην καρέκλα της. Του φάνηκε πως ξεροκατάπιε. Άφησε για λίγο την κιθάρα, για να πεταχτεί μέχρι τις τουαλέτες κι έριξε νερό στο πρόσωπό του.
Γύρισε πιο ψύχραιμος. Την περιεργάστηκε. Φαινόταν πεντακάθαρα η ομορφιά της, τα μάτια της που ήταν μόνο γι'αυτόν, για κανέναν άλλο και το αβέβαιο χαμόγελό της που τον αποσυντόνιζε συνεχώς.

Ένα χέρι που ξαφνικά πέρασε από πίσω της κόντεψε να τον κάνει να του πέσει η κιθάρα. Σύρθηκε ύπουλα πάνω απ'την πλάτη της φτηνιάρικης καρέκλας,ανέβηκε σιγά σιγά και κάτι χοντρά γέρικα δάχτυλα με ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι και μια αλυσίδα στον καρπό τυλίχτηκαν άγαρμπα πιέζοντας το μπράτσο της. Εκείνη τρόμαξε και γύρισε προς το συνδαιτημόνα της. Της πήρε λίγο χρόνο να προσποιηθεί πως τον φιλάει.

Η υπόλοιπη ώρα πέρασε αργα, με αγωνιώδεις ματιές, μελαγχολικά βλέμματα μινόρε συγχορδίες και καταθλιπτικά σόλο.

Αυλαία...ανέκφραστος,έτρεξε γρήγορα στα καμαρίνια, φόρεσε το δερμάτινό του και έφυγε για την έξοδο. Η μάγισσά του είχε καταφέρει να πείσει απ'ότι φαίνεται το χοντρό καβαλιέρο της να μείνουν μέχρι το τέλος. Στην έξοδο με το ζόρι κάποιος τον κράτησε να του πει κάτι. Κάτι ασήμαντο, μια βλακεία. Ήταν όμως αρκετή αυτή η ελάχιστη στιγμή για να συντελεστεί το έγκλημα της τύχης. Μέσα στο στριμωγμένο πλήθος, κόλλησαν πρόσωπο με πρόσωπο. Μύρισε την ανάσα της. Το ποτό που έπινε. Την ανάσα και τα σάλια του γέρου. Κρυφά του έπιασε το χέρι. Ένιωσε το δικό της που ίδρωσε αμέσως. Και εκείνη το δικό του που έτρεμε.

Και μπόρεσε μόνο να του αφήσει το άρωμά της στα δάχτυλά του, μόνο για ένα πρωί και μαζί ένα τρίξιμο, σα χορδή που σπάει...ακριβώς την ώρα που
τελικά ο ήλιος μας κάνει τη χάρη να βγει.

3 comments:

nosyparker said...

Αυτή η ιστορία είναι κρίμα να μείνει ασχολίαστη. Ήταν η πρώτη σου που με συγκίνησε κι εγώ κάτι τέτοια δεν τα ξεχνάω. Σνιφ!

nahames nakanamoko said...

Ευαίσθητο γατί εσύ...!

Tertuliano Máximo Afonso said...

Γαμάτο!