Monday
Ε ρε γλέντια
Δυο χρονάκια και βάλε έχω να γράψω καμιά ιστοριούλα εδώ. Φταίει που ξέκοψα απ' τα τσίφτια και τις ρούμπες. Ωστόσο αυτό το καημένο το blogάκι πολύ το αγαπώ και μου έλειψε. Έτυχε κάνα δυο φορές να βρεθώ βέβαια να παίζω σε κανένα γάμο έτσι για το μεροκάματο και γύρισα λίγο νοερά πίσω. Ωστόσο πέρα από τη συνηθισμένη ηλιθιότητα, την βλακώδη εξωστρέφεια και τα χαμηλού επιπέδου σεξουαλικά υπονοούμενα που πετάνε οι καλεσμένοι στο ζεύγος, πέρα από την αδικαιολόγητη χαρά - που ποτέ δεν μπόρεσα να διανοηθώ, αφού ποτέ δε δέχτηκα το ότι πρέπει να χαίρεται κανείς όταν δυο άνθρωποι ακολουθούν τυφλά τα βελάκια στης συμβατικής ζωής ικανοποιώντας τις απαιτήσεις μιας βαθιά θρησκόληπτης κοινωνίας - δε συνέβη τίποτα το συνταρακτικό και άξιο αναφοράς σε εκείνα τα γλέντια. Γι' αυτό θα διηγηθώ μερικές ιστορίες που κυκλοφορούν για χρόνια ανάμεσα στους μουσικούς της νύχτας, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή φαντάσματα. Όπως και να 'χει όμως η αφήγησή τους και μόνο τους δίνει υπόσταση.
Ιστορία 1η:
Γίνεται γάμος στα Γιαννιτσά. Η ορχήστρα όλοι γύφτοι. Το ζευγάρι έχει αργήσει υπερβολικά να έρθει στο γλέντι. Οι γύφτοι έχουν παίξει όλα τα παραδοσιακά. Δεν έχουν άλλη επιλογή απ' το να ανέβει ο λαικός να τραγουδίσει καμιά ζειμπεκιά. Γυρίζει στην ορχήστρα και τους ψιθυρίζει: "Πάμε, "ένας αλήτης πέθανε" μάγκες...". Κάνει ταξίμι ο μπουζουξής, είναι έτοιμος ο ντράμερ να δώσει 7,8,9 για να αρχίσουν αλλά τους διακόπτει ο πεθερός που μπουκάρει στην αίθουσα γκαρίζοντας "ΉΡΘΑΝ, ΉΡΘΑΑΑΑΑΑΑΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ". Αμέσως ο κλαριντζής, παλιός στην πιάτσα αρχίζει να παίζει την εισαγωγή απ' το "Ωραία που 'ναι η νύφη μας", συρτό σε 7/8. Μπαίνουν όλοι, μπαίνει το ζευγάρι, ο κόσμος τους πετάει λουλούδια! Αποθέωση, η καλύτερη στιγμή της συμβατικής ζωής τους. Τα βίντεο τραβάνε, οι φωτογράφοι το ίδιο. Όλη η χαρά του κόσμου μαζεμένη σε εκείνη την αίθουσα κοινωνικών εκδηλώσεων! Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά πια. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. Τελειώνει η εισαγωγή και στο πρώτο κουπλέ, ο λαικός που είχε απομείνει πάνω για τις ζειμπεκιές μπερδεύεται και αντί για τα λόγια του "Ωραία που 'ναι η νύφη μας" τραγουδάει πάνω στην ίδια μελωδία: "Έεεενας αλητης πεθανεεεεεε, στο πάρκο στην πλατειειειειαααααα......."
Ιστορία 2η:
Άλλος γάμος, πάλι με γύφτους στην ορχήστρα. Πιάνει ο κουμπάρος τον πληκτρά πριν αρχίσουν και του λέει:
- Που σαι μάστορα, το εμβατήριο του γάμου το ξέ'ς;
- Νε μπρε καρντάση, μιν στεναχοριέσε, απαντάει ο γιούφτος.
- Σίγουρα ε; Αυτό που πάει παμ παμ παπααααμ, του ψιλοτραγουδάει τις τρεις τέσσερις πρώτες νότες.
- Νε ντεεεε σου λέω, ότι τέλις σου πέζο ρε κουμπάρε, όλα τα ξέρο.
Ο κουμπάρος αποχωρεί ήσυχος. Ο καημένος.
Μόλις μπαίνει το ζεύγος από μακριά κάνει νεύμα στον πληκτρά να αρχίζει, αυτός παίζει σωστά τις πρώτες νότες αλλά αντί να συνεχίσει τη σωστή μελωδία μπερδεύεται και παίζει το Χριστουγεννιάτικο "Ω έλατο ω έλατο μ' αρέσεις πώς μ' αρέσεις" μιας και οι τρεις τέσσερις πρώτες νότες και στα δυο θέματα είναι ακριβώς οι ίδιες...
Ιστοριά 3η:
Όχι απο γάμο. Απο σκυλάδικο στην Παραλία Κατερίνης. Στα μέσα της σεζόν έχει αλλάξει ο λαικός ο τραγουδιάρης. Έχουν πάρει ένα παλικαράκι, νόστιμο, ψηλό, καινούριο στη δουλειά και με μικρότερο μεροκάματο. Ο μαέστρος ωστόσο διατηρεί έναν κάποιο σκεπτικισμό λόγω της απειρίας του νεαρού. Γρήγορα όμως τον κάνει γαργάρα το σκεπτικισμό του γιατί ο τραγουδιστής είναι ανιψιός ενός από τα αφεντικά. Πρώτο του Σαββατόβραδο, εκεί που λέει τσιφτετέλια κι ο κόσμος χορεύει όλα πάνε καλά κι ο μαέστρος έχει αρχίσει να χαλαρώνει ξαφνικά μπουκάρει απροειδοποίητα και χωρίς κράτηση ο καλύτερος πελάτης του μαγαζιού εδώ και χρόνια. Ο τύπος βιομήχανος, λεφτά με ουρά, ζημιές επικές στο κατάστημα, σχεδόν το αγοράζει απ' την αρχή κάθε φορά. Αγαπημένο τραγούδι του το "Ένα βράδυ που 'βρεχε". Η ορχήστρα έχει σαφή όρντινα πώς αν δουν τον τύπο να μπαίνει να αρχίσουν να το παίζουν πάση θυσία ανεξαρτήτως του τι έπαιζαν εκείνη τη στιγμή, ανεξάρτητα από το αν χόρευε ο κόσμος ή ακόμη αν στο πρώτο τραπέζι καθόταν ο πρωθυπουργός και είχε δώσει παραγελλιά. Λοιπόν κόβονται τα τσιφτετέλια μαχαίρι κι μπαίνουν στο "Ένα βράδυ που 'βρεχε". Ο πιτσιρικάς γυρναει στο μαέστρο και λέει: "Μαέστρο δεν ξέρω τα λόγια". "Τιιιιι;;;; Σκάσε και τραγούδα μαλακισμένο, θα χάσουμε τη δουλειά μας". Τελειώνει η εισαγωγή κι ο μικρός που θυμόταν μόνο τον πρώτο στίχο αντί για:
ένα βράδυ που βρεχε που βρεχε μονότονα
έφυγες αγάπη μου
ποιός σε πήρε να 'ξερα
και θα τονε σκότωνα
ένα βράδυ που 'βρεχε που 'βρεχε μονότονα
εκείνος τραγούδησε:
ένα βράδυ που βρεχε ένα βραδυ που βρεχε
ένα βράδυ που βρεχε
ενα βράδυ που βρεχε
ενα βράδυ που βρεχε
ένα βράδυ που βρεχε ένα βράδυ που βρεχε
παρόλα αυτά ο τζερτζελές και το σπασίδι ήταν ίδια όπως κάθε προηγούμενη φορά...
Σας φιλώ, nahames
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
7 comments:
fiλαρακο γραεφ για αυτα ρε συ..αυτα ειαι λαϊκη ιστορια!ΜΗΝ την αφησεις!!
χαχαχαχαχα ένα βράδυ που βρεχε που βρεχε που βρεχε... χαχαχαχαχα. Μαλάκα έπος!!!
χαχαχαχαχα πέθανα.
ανώνυμε εχείς δίκιο ρε φίλε 100%
http://www.youtube.com/watch?v=yRxjTyE52u8
http://www.youtube.com/watch?v=yRxjTyE52u8
Post a Comment