Tuesday

Πισντ οφ...


Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε ένα βράδυ η Α. ρουφώντας συνεχώς τη μύτη της. Γυναίκα εξηντάρα, τραγουδίστρια λαϊκιά, ορκισμένη ρεμπέτισσα και ουσακλού. Με τα παιδιά είμασταν σίγουροι ότι είχε τραβήξει κόκα πολλή στη ζωή της.

Εγώ θα την πω με δικά μου λόγια:

Είχε ένα ρεμπετάδικο από τα πολλά στα Λαδάδικα. Πάνω στο πάλκο ήταν για εκείνη τη σεζόν μια απ' τις πιο γνωστές αρχοντορεμπέτισσες της πόλης, η Μ. Έπαιζαν ώρες πολλές κάθε φορά, εφτά μέρες τη βδομάδα. Τα Σαββατοκύριακα δούλευαν διπλές. Και μεσημέρι και βράδυ. Το μαγαζί μονίμως πίτα από κόσμο. Τα λεφτά με ουρά, οι μουσικοί δεν είχαν χρόνο να ζήσουν αλλά έφτιαχναν προίκες οι ελεύθεροι και περιουσίες οι παντρεμένοι.

Εκείνη την εποχή κάθε δυο βδομάδες έδενε στο λιμάνι της Σαλονίκης ένα τερατώδες ρώσικο φορτηγό που κατέβαινε τη Μαύρη Θάλασσα, άραζε μια-δυο μέρες κι έπειτα εφεύγε για Πειραιά και από κει πάλι για Ρωσία. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι κουβαλούσε το πλοίο. Το μόνο που ήταν φανερό ήταν ότι οι ναύτες δούλευαν σκληρά και μαζεύαν τα λεφτά τους, αφού ζούσαν τον περισσότερο καιρό στο καράβι δεν είχαν πολλά έξοδα. Όταν άραζε αμολιόνταν στην περιοχή, άλλοι ψωνίζανε πουτάνες και τραβεστί στο Βαρδάρη, άλλοι έδεναν σφιχτά ρολά με ρούβλια στις καλτσοδέτες των κοριτσιών στα καμπαρέ, άλλοι πηγαίνανε και τρώγαν μπακαλιάρους και μερικοί μάγκες είχαν γνωρίσει κάτι μπασμένα Ελληνάκια, απατεώνες της κακιάς ώρας και στρώνανε παράνομα κουμάρια με ζάρια και χαρτιά σε κάτι εγκαταλελειμένα διαμερίσματα κοντά στη Φράγκων. Ήταν και δυο τρεις παρέες μερακλήδες που είχαν σκαλώσει στο μαγαζί. Έσκαγαν σταθερά μύτη Παρασκευή βράδυ, ξανά Σάββατο από το μεσημέρι μέχρι τα ξημερώματα και ύστερα πάλι Κυριακή. Τα κομποδέματά τους τα ακουμπούσαν χοντρά, κατέβαζαν τόνους ελληνικού πιοτού, χόρευαν, τραγουδούσαν, τα σπάγαν και πού και πού γύριζε και κανένας μπάφος υποχρεώνοντας τα αφεντικά να κάνουν απ' τη μια ότι δε βλέπουν αλλά να στέλνουν απ' ευθείας κι ένα γκαρσόνι για τσιλιαδόρο μην πέσει καμιά καρφωτή από κανένα καλόπαιδο αλλουνού μαγαζιού και πάνε κάγκελο όλοι μαζί, μαγαζάτορες, πελάτες και μουσικοί μια παρέα.

Οι Ρώσοι είχαν μάθει καλά τα ρεμπέτικα και τα χαζοτραγουδούσαν. Τους μάγευε το μπουζουκί και τους ζάλιζε ο μπαγλαμάς τόσο που οι μουσικοί άρχισαν για πλάκα να τον λένε “μπαγλαμάικα”. Η ρώσικη χαρτούρα από τις παραγγελιές έπεφτε χρυσή βροχή στο πατάρι. Μόνο που ήταν σε ρούβλια. Κι έτσι στο τέλος της βραδιάς έκανε η ορχήστρα ταμείο, τα τσιμπούσε ο μαέστρος και Δευτέρα πρωί πρωί κατέβαινε στην Τράπεζα της Ελλάδος που ήταν εκεί δίπλα και τα έκανε δραχμές. Μετά τα μοιράζανε.

Ένα από εκείνα τα επικά ρώσικα Σάββατα οι ναύτες είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. Πρέπει να είχαν αφήσει γύρω στις εφτακόσιες χιλιάδες δραχμές σε χαρτούρα. Κανείς δεν μπορούσε να κατέβει απ' το πατάρι. Όλα είχαν πάρει μια περίεργη ταχύτητα, η βραδιά κυλούσε με ένταση και ρυθμό. Ο Νίκος, μπουζουξής παλιός, ψημένος και παιχταράς μεγάλος δεν άντεχε άλλο. Ήθελε εδώ και δυο ώρες να πάει να αδειάσει την κύστη του και στην ηλικία του αυτά τα πράματα δε σηκώνουν και πολλές αναβολές. Γυρνούσε από δω, γυρνούσε από κει, μπας και κάπως τον βοηθήσει η αλλαγή της θέσης. Τζίφος. Έπρεπε οπωσδήποτε να κατέβει στις τουαλέτες που ήταν ένα όροφο κάτω να ξαλαφρώσει. Έλα όμως που το κέφι είχε φτάσει στο ζενίθ του, οι Ρώσοι σκορπούσαν τα ρούβλια εδώ κι εκεί κι η νύχτα είχε μια φόρα που δε σου έκανε καρδιά να τη σταματήσεις, πόσο μάλλον όταν κόντευες μέσα σε ένα βράδυ να βγάλεις μισό μηνιάτικο.Το 'πε τότε ο Νίκος στη Μ. ότι πρέπει να πάει τουαλέτα αμέσως. Η Μ., γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος με κατανόηση τον παρακάλεσε:

- Κρατήσου λίγο βρε πουλάκι μου λίγο, τώρα που βγαίνει το ψωμί...

Αυτός όμως ότι και να του έλεγε ήξερε ότι η ουροδόχος του πρόσταζε άμεση αποσυμφόρηση κι ότι αν δεν πήγαινε αμέσως θα είχαμε άλλα.

- Μ., δε βαστάω θα κατουρηθώ πάνω μου. Έχω ασύρματο βύσμα στο όργανο, θα κατέβω παίζοντας.

- Καλά, βιάσου όμως, του απαντάει αυτή.

Κι έτσι, με μια πρωτοφανή κίνηση σκηνή στα ρεμπέτικα χρονικά και χάρη στα πλεονεκτήματα που χαρίζει η ασύρματη τεχνολογία, σηκώνεται, παίζοντας, διασχίζει με δυσκολία το τιγκαρισμένο μαγαζί, παίζοντας, κατεβαίνει σιγά σιγά τις σκάλες, παίζοντας, φτάνει στην τουαλέτα, παίζοντας, ξεκουμπώνει με το ένα χέρι το φερμουάρ, παίζοντας, στερεώνει το πουλί του κάπως και αρχίζει να κατουράει ανασαίνοντας βαθιά, φυσικά ακόμα παίζοντας. Σε ένα λεπτό αδειάζει και την τινάζει πάνω – κάτω και λίγο δεξιά – αριστερά, παίζοντας. Περιμένει για το σόλο του βιολιού για να κουμπώσει γιατί χρειαζόταν και τα δυο του χέρια. Μπαίνει το βιολί κι αυτός πάει να ανεβάσει στα γρήγορα το φερμουάρ. Σκατά. Έχει κολλήσει το άτιμο και δεν ανεβαίνει. Ξαναπροσπαθεί. Μένει ένα δεκαεξάμετρο ακόμα για να μπει αυτός ξανά. Στον πανικό του πάνω βάζει το μπουζούκι παραμάσχαλα και ξαναπροσπαθεί τραβώντας με δύναμη. Πάλι τίποτα. Να μπορούσε κάπως να πει στο βιολιστή να συνεχίσει το σόλο. Πώς όμως...; Δεν υπάρχει τρόπος από κει που είναι. Τελευταία προσπάθεια, βάζει όλη του τη δύναμη και σκίζεται το παντελόνι στα αχαμνά φανερώνωντας περίτρανα το κάτασπρό του σώβρακο. Βλαστημάει ζοχαδιασμένος:

- Την Παναγία μου μέσα...

Έχει χάσει το θέμα. Μπουζούκι δεν ακούγεται. Τα τραγούδια κάπως άδεια, μια ελαφριά αμηχανία στην ορχήστρα. Και τότε ακούγεται από το βάθος η φωνή της Μ. που από το μικρόφωνο αντί για τα σωστά λόγια από το τραγούδι το “Βαπόρι απ' την Περσία” τραγουδάει γελώντας μια τέλεια, φρεσκοφτιαγμένη νέα ρίμα ακριβώς πάνω στο γνωστό αμπντάλικο:


Το βαπόρι απ' τη Ρωσία, το βαπόρι απ' τη Ρωσία

το βαπόρι απ' τη Ρωσία, σκάλωσε στην Εγνατία

Νίκο άστο το ματσούκι κι έλα παίξε μας μπουζούκι (2)


Οι Ρώσοι το χαβά τους...


Φιλιά Nahames

6 comments:

kabamaru said...

"που ποτέ δεν μπόρεσα να διανοηθώ, αφού ποτέ δε δέχτηκα το ότι πρέπει να χαίρεται κανείς όταν δυο άνθρωποι ακολουθούν τυφλά τα βελάκια στης συμβατικής ζωής ικανοποιώντας τις απαιτήσεις μιας βαθιά θρησκόληπτης κοινωνίας"

είναι μεγάλη ιστορία το τι κάνει χαρούμενο κάποιον. μπορείς να είσαι σίγουρος ότι επείδή δεν σε αγγιζει κάτι και το θεωρείς κοινωνικό αντανακλαστικό ότι δεν αγγίζει το ίδιο και κάποιους άλλους. καμιά φορά το να λειτουργείς απλά κάνει και την ευτυχία σου πιο εύκολη. ο καθένας στον όροφο του.

π.σ. πάντα υπάρχει ένας μηδενιστής να σου διαλύσει το άργκιουμεντ

nahames nakanamoko said...

Ειναι ωραια φαση η συνειδητοποιημενη συμβίωση kabamaru. Η τυποποιηση της ειναι που με ενοχλει κι η τυπολατρεια. 9 στους 10 δεν εχουν ιδεα για το βαθυτερο νοημα του γαμου. Ακου τις συζητησεις τους, τις πιεσεις των γονιων, το θεμα της ηλικιας και της αποκαταστασης, ολα οσα μας ωθουν ταχεως προς τα κει. Ποτε δεν ακουσα κανενα να λεει δεν μπορω να περιμενω ποτε η ταδε ή ο ταδε θα γινει δικη/ος μου γιατι την/τον αγαπω μεχρι το τελος του συμπαντος. Ποτε δεν ακουσα κανεναν να μιλαει με αγνο συναισθημα για το γαμο. Ισως γιατι δεν κρυφακουω συνομιλιες αλλα ουτε κι οι κοντινοι μου ανθρωποι που μου εχουν φανερωσει αλλα κι αλλα μυστικα δεν το εχουν δηλωσει αυτο.

Νομιζω παντως πως σ' αυτη την περιπτωση ο στραβος καιξυνος μηδενιστης ειμαι εγω κι εσυ ο ανοιχτος κι ελευθερος, γιατι μενω συνηθως μονος με αυτες τις σκεψεις με τους περισσοτερους ανθρωπους να στεκονται απεναντι σ' αυτο το θεμα. Δικαιως ή όχι δεν εχει σημασια. Παντως εδω δεν εχω διαθεση να κρινω κανεναν, αυτοπεριγραφομαι μεσα απο την αφηγηση μιας καταστασης.

Ααα λάθος, ξεχασα. Έκρινα τα ηλιθια σεξουαλικα υπονοούμενα λες κ τα ζευγαρια δε γαμιουνται πριν το στεφανι!

KitsosMitsos said...

Αυτό θα πει αυτοσχεδιασμός!
Καλημέρα.

Σούλα Φρίκη said...

δεν καταλαβα το χριστό μου απ τ αλυχτήσματα σας. άλλανε διάβασα? πάντως αν δαύτες ιστορίες σκυλαδικων είναι βιώματα, τακιμιάζουμε αδέρφια μου

Erwtas Stomaxhs said...

μαλάκα μου το μπλοκάκι αυτό έχει γίνει το αγαπημένο μου!
Σκέτο σπάραγμα ήταν κι αυτό με το κάτουρο!
Δώσε κι άλλη νύχτα στον λαό!

Anonymous said...

Xa,xa,xa,xa!Gamhse!mouchinaski