Wednesday

Ο Μιγιάγκι κι ο άλλος με το περουκίνι...


Όπως είπα, αυτή η ιστορία εκτυλίχθηκε μέρα, θα μπορούσε ωστόσο να είχε εκτυλιχθεί και νύχτα. Έιναι χωρίς αμφιβολία μια ακόμη ιστορία σκυλάδικου. Θα την έγραφα αργότερα όπως είπα αλλά ας όψεται το ρεπό που έδωσε ο μαέστρος. Έτσι κι αλλιώς να μην πολυπιστεύετε όλα όσα σας λέει κάποιος που δουλέυει στη νύχτα...

Κάποτε με μια από τις διάφορες μπάντες που έπαιζα κάναμε το λάθος να κερδίσουμε σε ένα διαγωνισμό. Ήταν ένας διαγωνισμός από αυτούς που κάτι επιτήδεια μούτρα διατείνονται ότι θα εξασφαλίσουν καριέρα στους νικητές και τρέχουν οι πιτσιρικάδες να πάρουν μέρος. Εμείς βέβαια, η αλήθεια ήταν, πήραμε μέρος για πλάκα, για να κάνουμε κανένα λαϊβάκι μιας και είχαμε μόνο μερικούς μήνες ύπαρξης. Και ο διαγωνισμός αυτός ήταν για ροκ-μέταλ-πανκ και άλλου είδους μπάντες, όχι για μας που διασκευάζαμε παραδοσιακά. Βέβαια δεν μπορώ να αρνηθώ ότι οι διασκευές μας είχαν δύναμη και γκάζι, πάντως ροκ δεν ήταν. Τέλος πάντων ο ιδρυτής αυτού του διαγωνισμού - ένας μπασμένος κοντοπίθαρος απατεωνίσκος της κακιάς ώρας με μουσάκι α λα μίστερ Μιγιάγκι - είχε την τρομερά επιχειρηματική ιδέα να φτιάξει έτσι τους κανονισμούς ώστε το κοινό να ψηφίζει ποιο συγκρότημα επιθυμεί, ανώνυμα, στο πίσω μέρος του εισιτηρίου. Έτσι μερικά από τα συγκροτήματα μάζευαν τα λεφτά τους, αγόραζαν όσο περισσότερα εισιτήρια μπορούσαν και έβαζαν τους φίλους τους να γράφουν από πίσω το όνομά τους, σαν τιμωρία στο σχολείο. Πώς έγινε και κερδίσαμε ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Θεωρούσα πάντα ότι ο μάγκας με το μουσάκι του τράγου έκοψε εξ' αρχής ότι εμάς θα μπορούσε να προωθήσει ευκολότερα για καμιά αρπαχτή και μάλλον έστησε το διαγωνισμό αφού οι υπόλοιπες μπάντες ήταν πολύ περισσότερο αντιεμπορικές από εμάς. Δε μάθαμε ποτέ.

Το βραβείο για το νικητή εκτός από μερικές δωροεπιταγές τις οποίες οφείλω να ομολογήσω ότι εισπράξαμε ήταν και η ηχογράφηση ενός δίσκου από μια τοπική δισκογραφική εταιρία. Πριν από όλα αυτά βέβαια ο Μιγιάγκι μας μάζεψε στο γραφείο του γεμίζοντάς μας υποσχέσεις και όνειρα, μάλιστα σε μια από τις λαμπρές μελλοντολογικές εξάρσεις του έκανε μπροστά μας ότι μιλάει στο τηλέφωνο με το Διονύση Σαββόπουλο και κανονίζει συναυλία εμείς κι αυτός στην Αθήνα. Τον αποκαλούσε και Νιόνιο πανάθεμά τον, για να μας πείσει ότι είχαν και οικειότητα. Τέλος πάντων το μόνο που κατάφερε με τις συναυλίες ήταν να μας κανονίσει να παίξουμε σε κάτι άθλιες μαγαζιά της κακιάς ώρας, ούτε καν τίποτα underground σκηνές γιατί αν ήταν έτσι τουλάχιστο θα γουστάραμε. Ήταν συνήθως μαγαζιά ξεπεσμένων σκυλάδων, με παλιά τραπέζια, ποτά καραμπόμπες και σερβιτόρες κονσομασιόνες που οι φουκαριάρες προσπαθούσαν να το παίξουν και καλά σοβαρές γιατί ο κόσμος που ερχόταν ήταν της ποιότητας να 'ουμ'.

Το αποκορύφωμα ήταν όταν ο Μιγιάγκι μας πήγε επιτέλους σ'αυτή τη δισκογραφική να γνωρίσουμε το διευθυντή. Ακούς εκεί διευθυντή...Από μια μικρή πορτούλα που δεν την έβλεπε το μάτι σου κατέβαινες σε ένα υπόγειο με ψευδοτοιχίες, φουλαρισμένο στη γυψοσανίδα που μύριζε ουίσκυ. Από την πόρτα ενός γραφείου βγήκε ένας άλλος κοντοστούπης, ο Μ. κοντά στα πενήντα, μπρατσαράς και φαρδύς σαν κουβάς, με κολλητό μαύρο παντελόνι και κολλητό μαύρο μπλουζάκι. Ο διευθυντής... Στο κεφάλι είχε από εκείνα τα πανηλίθια περουκίνια που - ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί - βγαίνουν πάντα στο αφύσικο και ανύπαρκτο σε πραγματικό μαλλί, ξεφτισμένο κεραμιδί χρώμα, οπότε πάντα μα πάντα κανουν μπαμ ότι είναι περουκίνια. Μου ήρθαν στο μυαλό αμέσως καλτ τσόντες της δεκαετίας του εβδομήντα και ο τύπος έμοιαζε τόσο πολύ με βετεράνο πορνοστάρ κι είχαμε μαζί και την Α. την τραγουδίστρια που ήταν κοριτσάκι φίνο κι όμορφο κι έλεγα από μέσα μου ότι ώρα είναι να πετάξει έξω κανένα παπάρι αλογίσιο ο κύριος διευθυντής και να μας ξεκωλιάσει κι εμάς και το Μιγιάγκι μαζί.

Μπήκαμε στο γραφείο του, ανήλιο και ανάερο με έντονη τη μυρωδιά της κλεισούρας. Παρήγγειλε από μόνος του κοκα-κόλες για όλους και μας έλεγε για τη μεγάλη του επιτυχία το Ρ.Γ. με το δίσκο "Θα στην κάνω ρε Βούλα" τον οποίο αργότερα πούλησε σε μεγάλη Αθηναϊκή δισκογραφική. Σε λίγο έφτασε η σερβιτόρα από τη διπλανή καφετέρια με τις κοκα-κόλες. Ο Μ. την αρπαξε από τη μέση και την έκατσε στα πόδια του κι εκείνη έλεγε σα να γαργαλιώταν: "Έλα ρε Μ. μηηηηη...!" αλλά ο Μ. ασταμάτητος της έλεγε: "Εσένα μωρό μου θα σε κάνω σταρ...!!!".

Δεν ξέρω πώς έγινε και φερθήκαμε τόσο ηλίθια και υπογράψαμε συμφωνητικό με τον απίθανο. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ήταν πως ποτέ δεν πήραμε αντίγραφο του συμφωνητικού και ότι το συμφωνητικό πέραν του ότι όριζε ότι απαιτούνταν έγγραφη άδεια από την εταιρία για τα πάντα, δηλαδή για συναυλίες, εμφανίσεις σε παντώς είδους ΜΜΕ - και παραλίγο θα περιελάμβανε και τις πρόβες ίσως και τις σωματικές ανάγκες μας - είχε ως ποινική ρήτρα 90.000€. Δηλαδή ότι για να αποδεσμευτούμε από αυτό το τριετές συμφωνητικό έπρεπε να καταβάλλουμε στον Μ. αυτά τα λεφτά.
Τέλος πάντων ας χρεώσουμε τις υπογραφές μας στο νεαρό και ευκολόπιστο της ηλικίας μας. Για να μη μιλήσω για μαλακία και το χοντρύνω.

Όταν αποφασίστηκε να αρχίσουν οι ηχογραφήσεις μου είπε:
- Έλα παλικάρι μου το Σάββατο να γράψουμε ντραμς.

Πήγαμε με τους άλλους εκείνο το επικό Σάββατο στο στούντιο. Εγώ έφτασα πρώτος. Περιεργαζόμουν τα τύμπανα που ήταν μάρκας Yama. Όχι Yamaha*. Yama, σκέτο. Είχαν τα πολύ βασικά πάνω και μάλιστα έλειπαν και μερικά κομμάτια.
- Κύριε Μ. τι μάρκα τύμπανα είναι αυτά;
- Αγοράκι μου, λέει, αυτά είναι τα καλύτερα τύμπανα της αγοράς. Ήταν δυο αδέρφια, ο Τama κι ο Yama και είχανε μαζί το εργοστάσιο αλλά τα σπάσανε και χωρίσανε και γίνανε δυο φίρμες η Tama** κι η Yama το πιασες;
Πώς δεν το 'πιασα, βέβαια πολύ παράξενη μου φάνηκε αυτή η ιστορία, ήξερα φυσικά την Tama που ήταν πολύ φημισμένη και ποιοτική εταιρία αλλά η Yama πιο πολύ για απομίμηση μου έκανε. Δεν έδωσα συνέχεια στη συζήτηση. Μετά από λίγο παρατήρησα μια φωτογραφία που είχε κορνιζαρισμένη στον τοίχο, ένα τεράστιο σετ τυμπάνων, ένα πολύ εντυπωσιακό πράμα.
- Αυτό το σετ είναι δικό σας κύριε Μ.;
- Ναι αγοράκι μου, είναι το Yama που έχω μέσα. Μερικά κομμάτια τα πούλησα. Έπαιζα μ' αυτό δέκα χρόνια με τον Καρρά, μετά βαρέθηκα και φίνις.
- Τι πράμα;
- Φίνις ρε παιδί μου πως το λενε; Τέλος.
- Μάλιστα...

Πήγα πιο κοντά στην κορνίζα και παρατήρησα ότι το σετ κάτω κατω έγραφε Sonor***. Φίρμα υπαρκτή και καλή, πάντως καμιά σχέση με Yama. Αργότερα την ίδια φωτογραφία την είδα στο εξώφυλλο του Syncopation, βιβλίου με ασκήσεις για τύμπανα. Αναμφισβήτητα λοιπόν είχαμε να κάνουμε με ένα μεγάλο παπατζή και αρχιφανφάρα.

Όταν έφτασαν κι οι άλλοι και έπρεπε να αρχίσουμε την ηχογράφηση μπήκαμε στο booth κι εκεί έγινε το σώσε...
Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι μεταξύ του booth και του κοντρόλ όπου θα έπαιζε λάιβ η υπόλοιπη μπάντα, δεν υπήρχε ηχομονωτικό τζάμι.
- Κύριε Μ. τι γίνεται εδώ δεν έχει τζάμι.
- Αγοράκι μου στην Αμερική έτσι γράφουν τι να το κάνεις το τζάμι άμα είσαι παιχταράς, φίνις...! Έλα πάρε τώρα αυτό να γραψεις ντραμς.
- Τι είναι αυτό κύριε Μ.;
- Τι, τι είναι παλικαρακι μου είναι μαγνητόφωνο είναι, δεν το βλέπεις; Το καλύτερο της αγοράς, φίνις!
Το κοίταξα, το ξανακοίταξα...Ήμουν βέβαιος ότι είχα στα χέρια μου ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο, με μια κασσέτα παλιά, σταματημένη κάπου στη μέση φτιαγμένο για συνεντεύξεις μαθητών λυκείου γύρω από τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
- Ωραία και πώς θα γράψουμε..."ντραμς" κύριε Μ.;
- Τι πώς θα γράψεις αγοράκι μου, πάτα το κόκκινο το rec, δώσε τέσσερα και μπάτε στο κομμάτι να τελειώνουμε καμιά ώρα μη φάμε το Σάββατό μας εδώ μέσα. Λοιπόν όταν τελειώσετε φέρτε την κασσέτα στο γραφείο, φίνις!

Έδωσα τέσσερα, γράψαμε δυο τρία κομμάτια και μετά βάλαμε να τα ακούσουμε. Τι να ακούσουμε δηλαδή...ένας θόρυβος ακουγόταν και στο βάθος κάτι κακοπαιγμένα τραγούδια. Πήγα μέσα στο γραφείο του.

- Κύριε Μ. εδώ δεν ακούγεται καλά, είστε σίγουρος πως έτσι πρέπει να γράψουμε;
- Ρε αγόρι μου, ρε αγόρι μου....εκατό φορές σου είπα πως στην Αμερική έτσι γίνονται όλα, τι θα γίνει όλη μέρα αυτό θα συζητάμε...; Φέρε εδώ την κασσέτα.
Τού 'δωσα την κασσέτα.
- Θα τα βάλω εγώ στο κιουμπέης**** και θα δεις τι ωραία που θα γίνουν. Φίνις.

Φίνις; Φίνις. Τι να πεις παραπάνω. Φύγαμε και θα επιστρέφαμε σε καμιά βδομάδα.

Έτσι κι έγινε. Μια βδομάδα μετά πήγαμε από το στούντιο και μπήκαμε μέσα στο κοντρόλ. Εκεί ήταν και μια μαύρη κοπέλα, που έκρυβε στο μπούστο της ένα παραφουσκωμένο στήθος και μια μίνι φούστα που έπεφτε απαλά σε κάτι απίστευτα πόδια μαζί με έναν περίεργο τύπο που τον είχα πετύχει κάποιες φορές κατά κέντρο μεριά, με μια παλιά μάυρη Μερσεντές που της έλειπε ο καθρέφτης του οδηγού. Αργότερα μάθαμε από μια τυχαία γνωριμία ότι ο τύπος ήταν νταβατζής τρανός στην πιάτσα.
Ο Μ. έβαλε να ακούσουμε τα κομμάτια. Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Ακουγόταν ένας τέλειος ήχος, μια πληθώρα συχνοτήτων αλλά όχι τα τραγούδια μας. Ήταν κάτι παραπλήσιο, αλλά σίγουρα όχι αυτά.

- Κύριε Μ. αυτά δεν είναι τα κομμάτια μας...
- Τι λες ρε παλικάρι μου και ποιανού είναι; Δικά μου είναι; Εδώ σου φερα τον καλύτερο προγραμματιστή να τα γράψει, ο άνθρωπος άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί σας και μου λες ότι δε σας αρέσουν κιόλας; Ξέρεις αγοράκι μου πόσα χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά; Πόσων χρονών είσαι;
- Εικοσιένα.
- Εικοσιένα χρονών παιδί και θα μου πεις πως γίνεται η δουλειά; Ο γιος μου εμένα είναι τριανταδύο ρε. Τέλος πάντων κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο το Νίκο να ρθει από δω.
Στο μεταξύ ο άλλος με τη μαύρη του λέει:
- Μ. φεύγουμε εμείς, την πάω κάτω.
- Να την ξαναφέρεις να δούμε τι θα την κάνουμε. Εσένα μωρό μου θα σε κάνω σταρ...! Φίνις!
- Γκεια σας κύριε Μ., είπε η μαύρη κι έφυγαν με το μερσεντεζάκια.

Σε λίγο εσκασε μύτη κι ο προγραμματιστής που άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί μας.
Έγινε της πουτάνας. Φώναζε ο Μ., φώναζε κι ο Νίκος ο προγραμματιστής που άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί μας. Δε μας έπαιρνε να το συζητήσουμε παραπάνω. Βρεθήκαμε με τα παιδιά το βράδυ για μπύρες και αποφασίσαμε ότι ο κύριος Μ. ήταν ένας κοινός απατεώνας της κακιάς ώρας και γαμώ τα πεθαμένα του Μιγιάγκι που μας έμπλεξε. Είπαμε να μην ξανασχοληθούμε ούτε με το Μιγιάγκι ούτε με τον κύριο Μ. Έλα όμως που μεταξύ ημών και του κυρίου Μ. υπήρχε μια μικρή λεπτομέρεια αξίας 90.000€...

Δράσαμε ενστικτωδώς. Δεν ξανασηκώσαμε τηλέφωνα, ούτε ξαναείχαμε επαφή μαζί του. Ο ίδιος μας έψαξε κάνα δυο φορές και μας ψιλοαπείλησε με δικαστήρια και μαλακίες για να πάμε να γράψουμε το δίσκο. Δε σφάξανε. Σιγά μη χαλαλίζαμε τις μουσικές μας με τον παπάτζα. Ωστόσο εκείνα τα τρία χρόνια μόνο τους όρους του συμβολαίου δεν τηρήσαμε. Βγήκαμε σε τηλεοράσεις, σε ραδιόφωνα, εφημερίδες, παίξαμε σε φεστιβάλ και κάναμε ένα ψιλοόνομα στην πόλη αλλά ο κύριος Μ. ποτέ δε φάνηκε να παίρνει χαμπάρι. Κάποτε του τηλεφωνήσαμε για να σπάσουμε το συμβόλαιο αφού βλέπαμε κι οι δυο ότι δεν τραβάει η φάση. Ο ίδιος ζήτησε τα λεφτά του.
- Παλικάρια μου εντάξει να σας το σπάσω το συμβόλαιο αλλά εμένα ποιός θα με πληρώσει; Ξέρετε πόσα έσκασα στο Νίκο τον προγραμματιστή που άφησε κοτζάμ Σαμπρίνα για να ασχοληθεί μαζί σας;
- Πόσα κύριε Μ.;
- Πεντακόσια ευρώ με απόδειξη και έξτρα το ΦΠΑ.
- Ε να σας δώσουμε πεντακόσια ευρώ κύριε Μ.
- Ρε παιδιά εδώ έχουμε ενενήντα χιλιάρικα ρήτρα και θέλετε να μου δώσετε πεντακόσια ευρώ συν το ΦΠΑ;
- Ε...πόσα να σας δώσουμε;
- Πόσα μπορείτε;
- Δεν ξέρουμε, να κάνουμε καμιά συναυλία το καλοκαίρι και ό,τι μαζέψουμε να σας το δώσουμε. Μέσα;
- Φίνις!

Το καλοκαίρι εκείνο παίξαμε αρκετά. Σίγουρα βγήκε κανένα δεκαχίλιαρο στο σύνολο. Πήγαμε στο γραφείο του στα μέσα Σεπτέμβρη:
- Κύριε Μ. μόνο χίλια ευρώ μαζέψαμε όλο κι όλο, δεν έχουμε πολλές συναυλίες.
- Δεν πειράζει παλικάρι μου φερ' τα δω...έτσι κι αλλιώς χαΐρι μαζί σας κανείς δεν κάνει!
Του δώσαμε κι ένα απαλλακτικό που είχαμε φτιάξει με έναν δικηγόρο, το υπέγραψε με τη μία, πήρε το χιλιαρικάκι του κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Δεν ακούσαμε για αυτόν ποτέ ξανά.

Όσο για το μίστερ Μιγιάγκι έμαθα καιρό αργότερα ότι τον κυνηγούσε κόσμος και ντουνιάς και μια νύχτα πέρασε τα σύνορα της χώρας προς το άγνωστο, πιθανότατα προς την Άπω Ανατολή...

Φίνις.


Φιλιά Nahames



*Yamaha
**Tama
***Sonor
****Kιουμπέης (Cuebase)

Υama: η πιο σοβαρή καταχώρηση που βρήκα για τον όρο αυτό είναι μια σχετική με τον άρχοντα του σκότους και του θανάτου σε κάποια Ασιατική θρησκεία

Monday

Μετά το μπίίίίπ...



Είμαι σε εντατικές πρόβες. Δεν προλαβαίνω να γράψω.
Όμως μετά τις 12 του μηνός που θα ξεμπερδέψω απ' τις παρτιτούρες, θα σας πω μια ιστορία που δεν εκτυλίχτηκε σε μαγαζί αλλά είναι χωρίς αμφιβολία μια γνήσια ιστορία σκυλάδικου αφού η όλη της εξέλιξη καθώς και πολλά από τα πρόσωπά της σχετίζονται άμεσα με τη βρώμικη νύχτα.

Σας φιλώ μέχρι τότε
Nahames

Tuesday

Πισντ οφ...


Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε ένα βράδυ η Α. ρουφώντας συνεχώς τη μύτη της. Γυναίκα εξηντάρα, τραγουδίστρια λαϊκιά, ορκισμένη ρεμπέτισσα και ουσακλού. Με τα παιδιά είμασταν σίγουροι ότι είχε τραβήξει κόκα πολλή στη ζωή της.

Εγώ θα την πω με δικά μου λόγια:

Είχε ένα ρεμπετάδικο από τα πολλά στα Λαδάδικα. Πάνω στο πάλκο ήταν για εκείνη τη σεζόν μια απ' τις πιο γνωστές αρχοντορεμπέτισσες της πόλης, η Μ. Έπαιζαν ώρες πολλές κάθε φορά, εφτά μέρες τη βδομάδα. Τα Σαββατοκύριακα δούλευαν διπλές. Και μεσημέρι και βράδυ. Το μαγαζί μονίμως πίτα από κόσμο. Τα λεφτά με ουρά, οι μουσικοί δεν είχαν χρόνο να ζήσουν αλλά έφτιαχναν προίκες οι ελεύθεροι και περιουσίες οι παντρεμένοι.

Εκείνη την εποχή κάθε δυο βδομάδες έδενε στο λιμάνι της Σαλονίκης ένα τερατώδες ρώσικο φορτηγό που κατέβαινε τη Μαύρη Θάλασσα, άραζε μια-δυο μέρες κι έπειτα εφεύγε για Πειραιά και από κει πάλι για Ρωσία. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι κουβαλούσε το πλοίο. Το μόνο που ήταν φανερό ήταν ότι οι ναύτες δούλευαν σκληρά και μαζεύαν τα λεφτά τους, αφού ζούσαν τον περισσότερο καιρό στο καράβι δεν είχαν πολλά έξοδα. Όταν άραζε αμολιόνταν στην περιοχή, άλλοι ψωνίζανε πουτάνες και τραβεστί στο Βαρδάρη, άλλοι έδεναν σφιχτά ρολά με ρούβλια στις καλτσοδέτες των κοριτσιών στα καμπαρέ, άλλοι πηγαίνανε και τρώγαν μπακαλιάρους και μερικοί μάγκες είχαν γνωρίσει κάτι μπασμένα Ελληνάκια, απατεώνες της κακιάς ώρας και στρώνανε παράνομα κουμάρια με ζάρια και χαρτιά σε κάτι εγκαταλελειμένα διαμερίσματα κοντά στη Φράγκων. Ήταν και δυο τρεις παρέες μερακλήδες που είχαν σκαλώσει στο μαγαζί. Έσκαγαν σταθερά μύτη Παρασκευή βράδυ, ξανά Σάββατο από το μεσημέρι μέχρι τα ξημερώματα και ύστερα πάλι Κυριακή. Τα κομποδέματά τους τα ακουμπούσαν χοντρά, κατέβαζαν τόνους ελληνικού πιοτού, χόρευαν, τραγουδούσαν, τα σπάγαν και πού και πού γύριζε και κανένας μπάφος υποχρεώνοντας τα αφεντικά να κάνουν απ' τη μια ότι δε βλέπουν αλλά να στέλνουν απ' ευθείας κι ένα γκαρσόνι για τσιλιαδόρο μην πέσει καμιά καρφωτή από κανένα καλόπαιδο αλλουνού μαγαζιού και πάνε κάγκελο όλοι μαζί, μαγαζάτορες, πελάτες και μουσικοί μια παρέα.

Οι Ρώσοι είχαν μάθει καλά τα ρεμπέτικα και τα χαζοτραγουδούσαν. Τους μάγευε το μπουζουκί και τους ζάλιζε ο μπαγλαμάς τόσο που οι μουσικοί άρχισαν για πλάκα να τον λένε “μπαγλαμάικα”. Η ρώσικη χαρτούρα από τις παραγγελιές έπεφτε χρυσή βροχή στο πατάρι. Μόνο που ήταν σε ρούβλια. Κι έτσι στο τέλος της βραδιάς έκανε η ορχήστρα ταμείο, τα τσιμπούσε ο μαέστρος και Δευτέρα πρωί πρωί κατέβαινε στην Τράπεζα της Ελλάδος που ήταν εκεί δίπλα και τα έκανε δραχμές. Μετά τα μοιράζανε.

Ένα από εκείνα τα επικά ρώσικα Σάββατα οι ναύτες είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. Πρέπει να είχαν αφήσει γύρω στις εφτακόσιες χιλιάδες δραχμές σε χαρτούρα. Κανείς δεν μπορούσε να κατέβει απ' το πατάρι. Όλα είχαν πάρει μια περίεργη ταχύτητα, η βραδιά κυλούσε με ένταση και ρυθμό. Ο Νίκος, μπουζουξής παλιός, ψημένος και παιχταράς μεγάλος δεν άντεχε άλλο. Ήθελε εδώ και δυο ώρες να πάει να αδειάσει την κύστη του και στην ηλικία του αυτά τα πράματα δε σηκώνουν και πολλές αναβολές. Γυρνούσε από δω, γυρνούσε από κει, μπας και κάπως τον βοηθήσει η αλλαγή της θέσης. Τζίφος. Έπρεπε οπωσδήποτε να κατέβει στις τουαλέτες που ήταν ένα όροφο κάτω να ξαλαφρώσει. Έλα όμως που το κέφι είχε φτάσει στο ζενίθ του, οι Ρώσοι σκορπούσαν τα ρούβλια εδώ κι εκεί κι η νύχτα είχε μια φόρα που δε σου έκανε καρδιά να τη σταματήσεις, πόσο μάλλον όταν κόντευες μέσα σε ένα βράδυ να βγάλεις μισό μηνιάτικο.Το 'πε τότε ο Νίκος στη Μ. ότι πρέπει να πάει τουαλέτα αμέσως. Η Μ., γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος με κατανόηση τον παρακάλεσε:

- Κρατήσου λίγο βρε πουλάκι μου λίγο, τώρα που βγαίνει το ψωμί...

Αυτός όμως ότι και να του έλεγε ήξερε ότι η ουροδόχος του πρόσταζε άμεση αποσυμφόρηση κι ότι αν δεν πήγαινε αμέσως θα είχαμε άλλα.

- Μ., δε βαστάω θα κατουρηθώ πάνω μου. Έχω ασύρματο βύσμα στο όργανο, θα κατέβω παίζοντας.

- Καλά, βιάσου όμως, του απαντάει αυτή.

Κι έτσι, με μια πρωτοφανή κίνηση σκηνή στα ρεμπέτικα χρονικά και χάρη στα πλεονεκτήματα που χαρίζει η ασύρματη τεχνολογία, σηκώνεται, παίζοντας, διασχίζει με δυσκολία το τιγκαρισμένο μαγαζί, παίζοντας, κατεβαίνει σιγά σιγά τις σκάλες, παίζοντας, φτάνει στην τουαλέτα, παίζοντας, ξεκουμπώνει με το ένα χέρι το φερμουάρ, παίζοντας, στερεώνει το πουλί του κάπως και αρχίζει να κατουράει ανασαίνοντας βαθιά, φυσικά ακόμα παίζοντας. Σε ένα λεπτό αδειάζει και την τινάζει πάνω – κάτω και λίγο δεξιά – αριστερά, παίζοντας. Περιμένει για το σόλο του βιολιού για να κουμπώσει γιατί χρειαζόταν και τα δυο του χέρια. Μπαίνει το βιολί κι αυτός πάει να ανεβάσει στα γρήγορα το φερμουάρ. Σκατά. Έχει κολλήσει το άτιμο και δεν ανεβαίνει. Ξαναπροσπαθεί. Μένει ένα δεκαεξάμετρο ακόμα για να μπει αυτός ξανά. Στον πανικό του πάνω βάζει το μπουζούκι παραμάσχαλα και ξαναπροσπαθεί τραβώντας με δύναμη. Πάλι τίποτα. Να μπορούσε κάπως να πει στο βιολιστή να συνεχίσει το σόλο. Πώς όμως...; Δεν υπάρχει τρόπος από κει που είναι. Τελευταία προσπάθεια, βάζει όλη του τη δύναμη και σκίζεται το παντελόνι στα αχαμνά φανερώνωντας περίτρανα το κάτασπρό του σώβρακο. Βλαστημάει ζοχαδιασμένος:

- Την Παναγία μου μέσα...

Έχει χάσει το θέμα. Μπουζούκι δεν ακούγεται. Τα τραγούδια κάπως άδεια, μια ελαφριά αμηχανία στην ορχήστρα. Και τότε ακούγεται από το βάθος η φωνή της Μ. που από το μικρόφωνο αντί για τα σωστά λόγια από το τραγούδι το “Βαπόρι απ' την Περσία” τραγουδάει γελώντας μια τέλεια, φρεσκοφτιαγμένη νέα ρίμα ακριβώς πάνω στο γνωστό αμπντάλικο:


Το βαπόρι απ' τη Ρωσία, το βαπόρι απ' τη Ρωσία

το βαπόρι απ' τη Ρωσία, σκάλωσε στην Εγνατία

Νίκο άστο το ματσούκι κι έλα παίξε μας μπουζούκι (2)


Οι Ρώσοι το χαβά τους...


Φιλιά Nahames

Sunday

Audition


Η χρονιά είχε ξεκινήσει άσχημα απ' την αρχή. Το μαγαζί πήγαινε κατά διαόλου. Δεν είχε διαφημιστεί καν η επαναλειτουργία του και τις Πέμπτες παίζαμε άδειοι, τις Παρασκευές μισοάδειοι και μόνο τα Σάββατα γέμιζε κάπως και προσπαθούσαν τα αφεντικά να ρεφάρουν τη χασούρα απ' τις προηγούμενες μέρες. Ήταν παλιοί στη νύχτα κι είχαν φτάσει σε πολλά δοξασμένα απόγεια πριν από δυο δεκαετίες. Λεγόταν τότε ότι έφευγαν Κυριακή με τα λεφτά σε τσουβάλια και Δευτέρα πρωί πετούσαν για Παρίσι, έπιναν μερικούς καφέδες, έκαναν μερικές βόλτες και το βράδυ γύριζαν. Βέβαια από εκείνες τις εποχές είχαν παρέλθει χρεωκοπίες, δηλώσεις πτώχευσης, φεσιά καρφωμένα για πάντα στις καράφλες των δύστυχων που τους έτυχε να πουλήσουν κάτι ή να παράσχουν υπηρεσία στους μάγκες. Στ' αλήθεια ο ένας,ο Δ2 ήταν αφεντικό στα χαρτια. Είχε όλη την επιχείρηση στο όνομά του, έκοβε τις επιταγές, έκανε όλη τη γραφειοκρατεία και το τρέξιμο και βέβαια τον κίνδυνο της ψειρούς αν κάτι στράβωνε πραγματικά. Ο άλλος, ο Δ1 είχε το χρήμα. Λόγω των πτωχεύσεων που προανέφερα δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας κι έτσι η δουλειά ήταν στο όνομα του Δ2.
Εκείνη η χρονιά λοιπόν έδειξε απ' την αρχή ότι έμελλε να είναι η τελευταία για εκείνο το μαγαζί. Έτσι κι έγινε. Άκουσα ότι υπήρξαν νύχτες - σκηνικά που έγιναν λίγο καιρό αφότου παραιτήθηκα από κει - που έκαναν ντου οι δανειστές κι όσοι είχαν να παίρνουν και άδειασαν εν ψυχρώ τα ταμεία.
Είχαν λάθος επιλογές και στην ορχήστρα. Για το λαϊκό μέρος είχαν πάρει έναν ομορφονιό, που είχε δουλέψει - έλεγε - και με την λαίδη Α.. Κλασσικός σκυλάς, πέφτουλας, κίτσαρος κι όλα τα τυπικά που έχουν συνήθως οι λαϊκοί τραγουδιστές. Αλλά δεν τα λεγε τα κομμάτια,φάλτσαρε, δεν είχε δύναμη και γκάζι στη φωνή και έτσι δρώντας σπασμωδικά η διοίκηση τον έστειλε αδιάβαστο πριν βρουν καν αντικαταστάτη. Το φίδι απ' την τρύπα θα το έβγαζε για ακόμη μια φορά ο Δ2 που ήταν και τραγουδιστής, όχι τίποτα ιδιαίτερο - σαραντάρης και κάτι, μπαμπάτσικος και αντιτουριστικός - αλλά για κάνα δυο Σαββατοκύριακα θα έκανε δουλειά. Λίγο αργότερα έιχαν φέρει και τον Δ.Τ. μια παλιά δόξα των 80's που είχε το κοινό του στην πόλη αλλά αυτός έφυγε από μόνος του πρώτον γιατί ήταν γάτα και παλαίουρας και μυρίστηκε το φιάσκο και δεύτερον γιατί το μαγαζί παραήταν ποιοτικό για τα γούστα του αν και καθαρό μπουζουξίδικο.
Τέλος πάντων, μετά κι απ' αυτόν δεν μπορέσαν να σταυρώσουν λαρύγγι. Τραγούδησε ο Δ2 για βδομάδες. Ο Δ1 απεγνωσμένος μην μπορώντας να βρει λαϊκό νεαρό και σέξυ, έβγαινε στη γύρα τα Σαββατόβραδα που είμασταν γεμάτοι, πήγαινε σε ένα ένα τα τραπέζια σαν αρσενικός κονσομασιονίστας και όποιον καλούτσικο έβλεπε και έκρινε ότι θα μπορούσε να σταθεί οπτικά στην πίστα τον ρωτούσε αν ήταν τραγουδιστής. Όποιος έκανε το λάθος να απαντήσει θετικά, ο Δ1 τον άρπαζε αμέσως απ' το γιακά και τον τραβούσε πάνω για επί τόπου οντισιόν. Έιχαμε δει πολλά τότε. Με το Β. το μπασίστα (ναι ναι, ο γκαντέμης που αναφέρεται σε προηγούμενο ποστ) κι είχαμε γελάσει τόσο που έφτανε για όλη τη σεζόν και την καλοκαιρινή μαζί.
Ένα βράδυ ανέβασε ένα κοντοστούπη, γυμνασμένο, με μαλλί ψιλοχαίτη α λα "Ζαγοράκης", ντύσιμο χωριατοτρέντυ, ουρίτσα, δαχτυλίδι εννοείται και κολώνια Αρμάνι πέντε κιλά ανα τετραγωνικό δεκατόμετρο σωματικής επιφάνειας. Είχαμε τελειώσει με τα τσιφτετέλια και τις ρούμπες και είμασταν στο ακουστικό πρόγραμμα. Γυρνάει και λέει στο μαέστρο. "Μαεστράκο μου, το "Ολα σ' αγαπάνε" από Λα το έχουμε;" Ο μαέστρος ξεκινάει το αρπέτζιο και μπαίνει στο κουπλέ. Παίζουμε το κομμάτι, φτάνουμε στην κορύφωση του ρεφρέν, ξανά κουπλέ, ξανά μανά ρεφρέν και εκεί που πάμε να κλείσουμε ο τυπάς το κάνει ποτ πουρί με ένα άλλο, στο ίδιο τέμπο και γκαρίζει κάτι σαν "Αγγε-λι-κήήήήή, αγγε-λι-κήήήήήή......". Στην αρχή νομίζαμε ότι ο τραγουδιάρης έχωσε μέσα στο κομμάτι του Γονίδη το όνομα κάποιας, αλλά δεν ήταν έτσι γιατί μέσα στο γκάρισμα υπήρχε μια κάποια μελωδία.
Ο μαέστρος κι ο Β. χρόνια στις πίστες με ρεπερτόριο τρελό, τα έχασαν. Ψάχναν να βρουν συγχορδίες, κλίμακες, της πουτάνας έγινε. Τα μόνα σταθερά εκεί πάνω ήταν ο σκύλος που γκάριζε για κάποια Αγγελική - μάλλον - κι εγώ που είχα πάρει τέμπο απ' το προηγούμενο κομμάτι. Ξαφνικά ο Γ. ο πληκτράς, που είχε αυτί ψηφιακό και βιονικό μαζί, βρήκε την άκρη και με τα δάχτυλα έδειξε την αλληλουχία των συγχορδιών και μπήκανε όλοι στο σωστό τόνο. Τελειώνοντας το ρεφρέν διαπιστώσαμε με δάκρυα από τα νευρικά γέλια ότι ο υπό εξέταση τραγουδιστής είχε κάνει μια θλιβερή προσπάθεια να εισάγει στην αθάνατη ελληνική νύχτα τη μεγάλη ξένη επιτυχία "Without you"...Βεβαίως και δεν εργάστηκε ποτέ σε εκείνο το μαγαζί...

I can't live
If living is without you
I can't give
I can't give any more (2)


Φιλιά, Nahames

Monday

Ε ρε γλέντια


Δυο χρονάκια και βάλε έχω να γράψω καμιά ιστοριούλα εδώ. Φταίει που ξέκοψα απ' τα τσίφτια και τις ρούμπες. Ωστόσο αυτό το καημένο το blogάκι πολύ το αγαπώ και μου έλειψε. Έτυχε κάνα δυο φορές να βρεθώ βέβαια να παίζω σε κανένα γάμο έτσι για το μεροκάματο και γύρισα λίγο νοερά πίσω. Ωστόσο πέρα από τη συνηθισμένη ηλιθιότητα, την βλακώδη εξωστρέφεια και τα χαμηλού επιπέδου σεξουαλικά υπονοούμενα που πετάνε οι καλεσμένοι στο ζεύγος, πέρα από την αδικαιολόγητη χαρά - που ποτέ δεν μπόρεσα να διανοηθώ, αφού ποτέ δε δέχτηκα το ότι πρέπει να χαίρεται κανείς όταν δυο άνθρωποι ακολουθούν τυφλά τα βελάκια στης συμβατικής ζωής ικανοποιώντας τις απαιτήσεις μιας βαθιά θρησκόληπτης κοινωνίας - δε συνέβη τίποτα το συνταρακτικό και άξιο αναφοράς σε εκείνα τα γλέντια. Γι' αυτό θα διηγηθώ μερικές ιστορίες που κυκλοφορούν για χρόνια ανάμεσα στους μουσικούς της νύχτας, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή φαντάσματα. Όπως και να 'χει όμως η αφήγησή τους και μόνο τους δίνει υπόσταση.

Ιστορία 1η:
Γίνεται γάμος στα Γιαννιτσά. Η ορχήστρα όλοι γύφτοι. Το ζευγάρι έχει αργήσει υπερβολικά να έρθει στο γλέντι. Οι γύφτοι έχουν παίξει όλα τα παραδοσιακά. Δεν έχουν άλλη επιλογή απ' το να ανέβει ο λαικός να τραγουδίσει καμιά ζειμπεκιά. Γυρίζει στην ορχήστρα και τους ψιθυρίζει: "Πάμε, "ένας αλήτης πέθανε" μάγκες...". Κάνει ταξίμι ο μπουζουξής, είναι έτοιμος ο ντράμερ να δώσει 7,8,9 για να αρχίσουν αλλά τους διακόπτει ο πεθερός που μπουκάρει στην αίθουσα γκαρίζοντας "ΉΡΘΑΝ, ΉΡΘΑΑΑΑΑΑΑΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ". Αμέσως ο κλαριντζής, παλιός στην πιάτσα αρχίζει να παίζει την εισαγωγή απ' το "Ωραία που 'ναι η νύφη μας", συρτό σε 7/8. Μπαίνουν όλοι, μπαίνει το ζευγάρι, ο κόσμος τους πετάει λουλούδια! Αποθέωση, η καλύτερη στιγμή της συμβατικής ζωής τους. Τα βίντεο τραβάνε, οι φωτογράφοι το ίδιο. Όλη η χαρά του κόσμου μαζεμένη σε εκείνη την αίθουσα κοινωνικών εκδηλώσεων! Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά πια. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. Τελειώνει η εισαγωγή και στο πρώτο κουπλέ, ο λαικός που είχε απομείνει πάνω για τις ζειμπεκιές μπερδεύεται και αντί για τα λόγια του "Ωραία που 'ναι η νύφη μας" τραγουδάει πάνω στην ίδια μελωδία: "Έεεενας αλητης πεθανεεεεεε, στο πάρκο στην πλατειειειειαααααα......."

Ιστορία 2η:
Άλλος γάμος, πάλι με γύφτους στην ορχήστρα. Πιάνει ο κουμπάρος τον πληκτρά πριν αρχίσουν και του λέει:
- Που σαι μάστορα, το εμβατήριο του γάμου το ξέ'ς;
- Νε μπρε καρντάση, μιν στεναχοριέσε,
απαντάει ο γιούφτος.
- Σίγουρα ε; Αυτό που πάει παμ παμ παπααααμ, του ψιλοτραγουδάει τις τρεις τέσσερις πρώτες νότες.
- Νε ντεεεε σου λέω, ότι τέλις σου πέζο ρε κουμπάρε, όλα τα ξέρο.

Ο κουμπάρος αποχωρεί ήσυχος. Ο καημένος.
Μόλις μπαίνει το ζεύγος από μακριά κάνει νεύμα στον πληκτρά να αρχίζει, αυτός παίζει σωστά τις πρώτες νότες αλλά αντί να συνεχίσει τη σωστή μελωδία μπερδεύεται και παίζει το Χριστουγεννιάτικο "Ω έλατο ω έλατο μ' αρέσεις πώς μ' αρέσεις" μιας και οι τρεις τέσσερις πρώτες νότες και στα δυο θέματα είναι ακριβώς οι ίδιες...

Ιστοριά 3η:
Όχι απο γάμο. Απο σκυλάδικο στην Παραλία Κατερίνης. Στα μέσα της σεζόν έχει αλλάξει ο λαικός ο τραγουδιάρης. Έχουν πάρει ένα παλικαράκι, νόστιμο, ψηλό, καινούριο στη δουλειά και με μικρότερο μεροκάματο. Ο μαέστρος ωστόσο διατηρεί έναν κάποιο σκεπτικισμό λόγω της απειρίας του νεαρού. Γρήγορα όμως τον κάνει γαργάρα το σκεπτικισμό του γιατί ο τραγουδιστής είναι ανιψιός ενός από τα αφεντικά. Πρώτο του Σαββατόβραδο, εκεί που λέει τσιφτετέλια κι ο κόσμος χορεύει όλα πάνε καλά κι ο μαέστρος έχει αρχίσει να χαλαρώνει ξαφνικά μπουκάρει απροειδοποίητα και χωρίς κράτηση ο καλύτερος πελάτης του μαγαζιού εδώ και χρόνια. Ο τύπος βιομήχανος, λεφτά με ουρά, ζημιές επικές στο κατάστημα, σχεδόν το αγοράζει απ' την αρχή κάθε φορά. Αγαπημένο τραγούδι του το "Ένα βράδυ που 'βρεχε". Η ορχήστρα έχει σαφή όρντινα πώς αν δουν τον τύπο να μπαίνει να αρχίσουν να το παίζουν πάση θυσία ανεξαρτήτως του τι έπαιζαν εκείνη τη στιγμή, ανεξάρτητα από το αν χόρευε ο κόσμος ή ακόμη αν στο πρώτο τραπέζι καθόταν ο πρωθυπουργός και είχε δώσει παραγελλιά. Λοιπόν κόβονται τα τσιφτετέλια μαχαίρι κι μπαίνουν στο "Ένα βράδυ που 'βρεχε". Ο πιτσιρικάς γυρναει στο μαέστρο και λέει: "Μαέστρο δεν ξέρω τα λόγια". "Τιιιιι;;;; Σκάσε και τραγούδα μαλακισμένο, θα χάσουμε τη δουλειά μας". Τελειώνει η εισαγωγή κι ο μικρός που θυμόταν μόνο τον πρώτο στίχο αντί για:

ένα βράδυ που βρεχε που βρεχε μονότονα
έφυγες αγάπη μου

ποιός σε πήρε να 'ξερα
και θα τονε σκότωνα
ένα βράδυ που 'βρεχε που 'βρεχε μονότονα

εκείνος τραγούδησε:
ένα βράδυ που βρεχε ένα βραδυ που βρεχε
ένα βράδυ που βρεχε
ενα βράδυ που βρεχε

ενα βράδυ που βρεχε
ένα βράδυ που βρεχε ένα βράδυ που βρεχε

παρόλα αυτά ο τζερτζελές και το σπασίδι ήταν ίδια όπως κάθε προηγούμενη φορά...

Σας φιλώ, nahames