Tuesday

Ο γκαραζιέρης


Μια μικρή ιστορία θα διηγηθώ που μου τη διηγήθηκε με τη σειρά του ένας φίλος ντράμερ από τη δυτική Μακεδονία. Ο φίλος αυτός έχει φάει τη νύχτα με το κουτάλι και όποτε τυχαίνει να βρεθούμε τον βάζω να μου λέει ιστορίες.

Δούλεψε για ένα σύντομο διάστημα (σύντομο γιατί στο τέλος ο ίδιος δεν την πάλεψε να παραμείνει) σε ένα πολύ παρακμιακό σκυλάδικο σε ένα κεφαλοχώρι της περιοχής του
. Το μαγαζί λεγόταν "Ο Πράσινος Μύλος", όνομα προφανώς προερχόμενο από το γνωστό αμπντάλικο ζεϊμπέκικο. Εκεί οι μουσικοί χτυπούσαν 8ωρα με 10ωρα στο πατάρi. Μάλιστα όταν ο Φ. πρωτοπήγε εκεί και ρώτησε τον πληκτρά τι ώρα τελειώνει το πρόγραμμα εκείνος ανέκφραστος του έδειξε τα ποτήρια στο μπαρ. Του λέει «τα βλέπεις τα ποτήρια τα ψηλά; Όταν η σκιά τους απ’ τον ήλιο φτάσει στο νιπτήρα τότε σταματάμε.» Ο Φ. δεν τόλμησε να ξαναρωτήσει τίποτα μετά από αυτό.


Στο ζουμί τώρα.

Μια φορά, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες σκάει στο μαγαζί ένας κοντοχωριανός που είχε συνεργείο. Κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί ήταν με τα ρούχα της δουλειάς τέτοια ώρα, το μόνο που θα μπορούσαν να υποθέσουν ήταν ότι το είχε σκοπό να το κάψει και να πάει καπάκι στη δουλειά. Ο τύπος φορούσε την εργατική φόρμα, τιγκα στο γράσο και στο λάδι Ψηλός, σωστό κτήνος με μουστάκι τεράστιο και σκεμπέ δεξαμενή δίτονη με το που μπαίνει είναι αποφασισμένος να κάνει χοντρή ζημιά Απ’ το μαγαζί τον ξέρουν ότι τα ακουμπάει οπότε είναι σχετικά χαλαροί। Όμως αυτό το βράδυ ο τύπος είναι πιο παράξενος από τις άλλες φορές। Βρίσκει τραπέζι ελεύθερο μπροστά, κάθεται, του φέρνουν το μπουκάλι κι αρχίζει να το κατεβάζει. Κάπου στη μέση του μπουκαλιού με τα ζεϊμπέκικα να βαράνε ζητάει απ’ τη γκαρσόνα να του φέρει ένα κουβά χαρτοπετσέτες. Αυτή πιστεύοντας ότι προφανώς θα τις πετάξει στην ορχήστρα τις φέρνει. Ο γκαραζιέρης ζητάει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», όταν το ξεκινάνε αδειάζει με τη μια τις χαρτοπετσέτες στο πατάρι, χύνει πάνω τους το υπόλοιπο ουίσκι και τις βάζει φωτιά. Με το που φουντώνουν πάει από πάνω και ως άλλος Νίκος Κούρκουλος χορεύει πάνω απ’ τις φωτιές. Όμως αυτά τα ριψοκίνδυνα δεν πιάνουν πάντα στην πραγματική ζωή όπως στο σινεμά. Δεν είχε υπολογίσει πόσο εύφλεκτα μπορεί να είναι τα γράσα και τα λάδια. Η φόρμα του άρπαξε αμέσως και φούντωσε. Τά ‘χασε και προσπάθησε να το παίξει άνετος και να συνεχίσει να χορεύει κάνοντας το κομμάτι του. Όμως καθώς οι φλόγες θέριευαν άρχισε να πασχίζει μάταια να τις σβήσει. Έπεσε κάτω και στριφογύριζε με ορμή. Ένας φλογισμένος όγκος που χτυπιόταν στα πατώματα του Πράσινου Μύλου προσπαθώντας να σωθεί απ’ τη φωτιά που ο ίδιος άναψε. Οι γκαρσόνες περνούσαν αδιάφορες από δίπλα του μέχρι που το αφεντικό ούρλιαξε να τον βοηθήσουν. Πήγε η μια στην κουζίνα, γέμισε έναν κουβά νερό, τον άδειασε πάνω του και η φωτιά έσβησε. Ο γκαραζιέρης, μούσκεμα αλλά ζωντανός έφυγε απ’ το μαγαζί γύρω στις 5 παρά είκοσι.




ΥΓ Γαμιέται o blogger। कॉम και το δυσλειτουργικό κωλοπρόγραμμα που έχει βάλει για να γράφουμε κείμενα, μας έχει γαμήσει τη ζωή। και γράφει και γραφει ινδικά στα καλά καθούμενα. Από πού κι ως πού ρε καραγκιόζηδες την παναγία σας μέσα...