Sunday

Audition


Η χρονιά είχε ξεκινήσει άσχημα απ' την αρχή. Το μαγαζί πήγαινε κατά διαόλου. Δεν είχε διαφημιστεί καν η επαναλειτουργία του και τις Πέμπτες παίζαμε άδειοι, τις Παρασκευές μισοάδειοι και μόνο τα Σάββατα γέμιζε κάπως και προσπαθούσαν τα αφεντικά να ρεφάρουν τη χασούρα απ' τις προηγούμενες μέρες. Ήταν παλιοί στη νύχτα κι είχαν φτάσει σε πολλά δοξασμένα απόγεια πριν από δυο δεκαετίες. Λεγόταν τότε ότι έφευγαν Κυριακή με τα λεφτά σε τσουβάλια και Δευτέρα πρωί πετούσαν για Παρίσι, έπιναν μερικούς καφέδες, έκαναν μερικές βόλτες και το βράδυ γύριζαν. Βέβαια από εκείνες τις εποχές είχαν παρέλθει χρεωκοπίες, δηλώσεις πτώχευσης, φεσιά καρφωμένα για πάντα στις καράφλες των δύστυχων που τους έτυχε να πουλήσουν κάτι ή να παράσχουν υπηρεσία στους μάγκες. Στ' αλήθεια ο ένας,ο Δ2 ήταν αφεντικό στα χαρτια. Είχε όλη την επιχείρηση στο όνομά του, έκοβε τις επιταγές, έκανε όλη τη γραφειοκρατεία και το τρέξιμο και βέβαια τον κίνδυνο της ψειρούς αν κάτι στράβωνε πραγματικά. Ο άλλος, ο Δ1 είχε το χρήμα. Λόγω των πτωχεύσεων που προανέφερα δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας κι έτσι η δουλειά ήταν στο όνομα του Δ2.
Εκείνη η χρονιά λοιπόν έδειξε απ' την αρχή ότι έμελλε να είναι η τελευταία για εκείνο το μαγαζί. Έτσι κι έγινε. Άκουσα ότι υπήρξαν νύχτες - σκηνικά που έγιναν λίγο καιρό αφότου παραιτήθηκα από κει - που έκαναν ντου οι δανειστές κι όσοι είχαν να παίρνουν και άδειασαν εν ψυχρώ τα ταμεία.
Είχαν λάθος επιλογές και στην ορχήστρα. Για το λαϊκό μέρος είχαν πάρει έναν ομορφονιό, που είχε δουλέψει - έλεγε - και με την λαίδη Α.. Κλασσικός σκυλάς, πέφτουλας, κίτσαρος κι όλα τα τυπικά που έχουν συνήθως οι λαϊκοί τραγουδιστές. Αλλά δεν τα λεγε τα κομμάτια,φάλτσαρε, δεν είχε δύναμη και γκάζι στη φωνή και έτσι δρώντας σπασμωδικά η διοίκηση τον έστειλε αδιάβαστο πριν βρουν καν αντικαταστάτη. Το φίδι απ' την τρύπα θα το έβγαζε για ακόμη μια φορά ο Δ2 που ήταν και τραγουδιστής, όχι τίποτα ιδιαίτερο - σαραντάρης και κάτι, μπαμπάτσικος και αντιτουριστικός - αλλά για κάνα δυο Σαββατοκύριακα θα έκανε δουλειά. Λίγο αργότερα έιχαν φέρει και τον Δ.Τ. μια παλιά δόξα των 80's που είχε το κοινό του στην πόλη αλλά αυτός έφυγε από μόνος του πρώτον γιατί ήταν γάτα και παλαίουρας και μυρίστηκε το φιάσκο και δεύτερον γιατί το μαγαζί παραήταν ποιοτικό για τα γούστα του αν και καθαρό μπουζουξίδικο.
Τέλος πάντων, μετά κι απ' αυτόν δεν μπορέσαν να σταυρώσουν λαρύγγι. Τραγούδησε ο Δ2 για βδομάδες. Ο Δ1 απεγνωσμένος μην μπορώντας να βρει λαϊκό νεαρό και σέξυ, έβγαινε στη γύρα τα Σαββατόβραδα που είμασταν γεμάτοι, πήγαινε σε ένα ένα τα τραπέζια σαν αρσενικός κονσομασιονίστας και όποιον καλούτσικο έβλεπε και έκρινε ότι θα μπορούσε να σταθεί οπτικά στην πίστα τον ρωτούσε αν ήταν τραγουδιστής. Όποιος έκανε το λάθος να απαντήσει θετικά, ο Δ1 τον άρπαζε αμέσως απ' το γιακά και τον τραβούσε πάνω για επί τόπου οντισιόν. Έιχαμε δει πολλά τότε. Με το Β. το μπασίστα (ναι ναι, ο γκαντέμης που αναφέρεται σε προηγούμενο ποστ) κι είχαμε γελάσει τόσο που έφτανε για όλη τη σεζόν και την καλοκαιρινή μαζί.
Ένα βράδυ ανέβασε ένα κοντοστούπη, γυμνασμένο, με μαλλί ψιλοχαίτη α λα "Ζαγοράκης", ντύσιμο χωριατοτρέντυ, ουρίτσα, δαχτυλίδι εννοείται και κολώνια Αρμάνι πέντε κιλά ανα τετραγωνικό δεκατόμετρο σωματικής επιφάνειας. Είχαμε τελειώσει με τα τσιφτετέλια και τις ρούμπες και είμασταν στο ακουστικό πρόγραμμα. Γυρνάει και λέει στο μαέστρο. "Μαεστράκο μου, το "Ολα σ' αγαπάνε" από Λα το έχουμε;" Ο μαέστρος ξεκινάει το αρπέτζιο και μπαίνει στο κουπλέ. Παίζουμε το κομμάτι, φτάνουμε στην κορύφωση του ρεφρέν, ξανά κουπλέ, ξανά μανά ρεφρέν και εκεί που πάμε να κλείσουμε ο τυπάς το κάνει ποτ πουρί με ένα άλλο, στο ίδιο τέμπο και γκαρίζει κάτι σαν "Αγγε-λι-κήήήήή, αγγε-λι-κήήήήήή......". Στην αρχή νομίζαμε ότι ο τραγουδιάρης έχωσε μέσα στο κομμάτι του Γονίδη το όνομα κάποιας, αλλά δεν ήταν έτσι γιατί μέσα στο γκάρισμα υπήρχε μια κάποια μελωδία.
Ο μαέστρος κι ο Β. χρόνια στις πίστες με ρεπερτόριο τρελό, τα έχασαν. Ψάχναν να βρουν συγχορδίες, κλίμακες, της πουτάνας έγινε. Τα μόνα σταθερά εκεί πάνω ήταν ο σκύλος που γκάριζε για κάποια Αγγελική - μάλλον - κι εγώ που είχα πάρει τέμπο απ' το προηγούμενο κομμάτι. Ξαφνικά ο Γ. ο πληκτράς, που είχε αυτί ψηφιακό και βιονικό μαζί, βρήκε την άκρη και με τα δάχτυλα έδειξε την αλληλουχία των συγχορδιών και μπήκανε όλοι στο σωστό τόνο. Τελειώνοντας το ρεφρέν διαπιστώσαμε με δάκρυα από τα νευρικά γέλια ότι ο υπό εξέταση τραγουδιστής είχε κάνει μια θλιβερή προσπάθεια να εισάγει στην αθάνατη ελληνική νύχτα τη μεγάλη ξένη επιτυχία "Without you"...Βεβαίως και δεν εργάστηκε ποτέ σε εκείνο το μαγαζί...

I can't live
If living is without you
I can't give
I can't give any more (2)


Φιλιά, Nahames

Monday

Ε ρε γλέντια


Δυο χρονάκια και βάλε έχω να γράψω καμιά ιστοριούλα εδώ. Φταίει που ξέκοψα απ' τα τσίφτια και τις ρούμπες. Ωστόσο αυτό το καημένο το blogάκι πολύ το αγαπώ και μου έλειψε. Έτυχε κάνα δυο φορές να βρεθώ βέβαια να παίζω σε κανένα γάμο έτσι για το μεροκάματο και γύρισα λίγο νοερά πίσω. Ωστόσο πέρα από τη συνηθισμένη ηλιθιότητα, την βλακώδη εξωστρέφεια και τα χαμηλού επιπέδου σεξουαλικά υπονοούμενα που πετάνε οι καλεσμένοι στο ζεύγος, πέρα από την αδικαιολόγητη χαρά - που ποτέ δεν μπόρεσα να διανοηθώ, αφού ποτέ δε δέχτηκα το ότι πρέπει να χαίρεται κανείς όταν δυο άνθρωποι ακολουθούν τυφλά τα βελάκια στης συμβατικής ζωής ικανοποιώντας τις απαιτήσεις μιας βαθιά θρησκόληπτης κοινωνίας - δε συνέβη τίποτα το συνταρακτικό και άξιο αναφοράς σε εκείνα τα γλέντια. Γι' αυτό θα διηγηθώ μερικές ιστορίες που κυκλοφορούν για χρόνια ανάμεσα στους μουσικούς της νύχτας, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινές ή φαντάσματα. Όπως και να 'χει όμως η αφήγησή τους και μόνο τους δίνει υπόσταση.

Ιστορία 1η:
Γίνεται γάμος στα Γιαννιτσά. Η ορχήστρα όλοι γύφτοι. Το ζευγάρι έχει αργήσει υπερβολικά να έρθει στο γλέντι. Οι γύφτοι έχουν παίξει όλα τα παραδοσιακά. Δεν έχουν άλλη επιλογή απ' το να ανέβει ο λαικός να τραγουδίσει καμιά ζειμπεκιά. Γυρίζει στην ορχήστρα και τους ψιθυρίζει: "Πάμε, "ένας αλήτης πέθανε" μάγκες...". Κάνει ταξίμι ο μπουζουξής, είναι έτοιμος ο ντράμερ να δώσει 7,8,9 για να αρχίσουν αλλά τους διακόπτει ο πεθερός που μπουκάρει στην αίθουσα γκαρίζοντας "ΉΡΘΑΝ, ΉΡΘΑΑΑΑΑΑΑΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ". Αμέσως ο κλαριντζής, παλιός στην πιάτσα αρχίζει να παίζει την εισαγωγή απ' το "Ωραία που 'ναι η νύφη μας", συρτό σε 7/8. Μπαίνουν όλοι, μπαίνει το ζευγάρι, ο κόσμος τους πετάει λουλούδια! Αποθέωση, η καλύτερη στιγμή της συμβατικής ζωής τους. Τα βίντεο τραβάνε, οι φωτογράφοι το ίδιο. Όλη η χαρά του κόσμου μαζεμένη σε εκείνη την αίθουσα κοινωνικών εκδηλώσεων! Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά πια. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. Τελειώνει η εισαγωγή και στο πρώτο κουπλέ, ο λαικός που είχε απομείνει πάνω για τις ζειμπεκιές μπερδεύεται και αντί για τα λόγια του "Ωραία που 'ναι η νύφη μας" τραγουδάει πάνω στην ίδια μελωδία: "Έεεενας αλητης πεθανεεεεεε, στο πάρκο στην πλατειειειειαααααα......."

Ιστορία 2η:
Άλλος γάμος, πάλι με γύφτους στην ορχήστρα. Πιάνει ο κουμπάρος τον πληκτρά πριν αρχίσουν και του λέει:
- Που σαι μάστορα, το εμβατήριο του γάμου το ξέ'ς;
- Νε μπρε καρντάση, μιν στεναχοριέσε,
απαντάει ο γιούφτος.
- Σίγουρα ε; Αυτό που πάει παμ παμ παπααααμ, του ψιλοτραγουδάει τις τρεις τέσσερις πρώτες νότες.
- Νε ντεεεε σου λέω, ότι τέλις σου πέζο ρε κουμπάρε, όλα τα ξέρο.

Ο κουμπάρος αποχωρεί ήσυχος. Ο καημένος.
Μόλις μπαίνει το ζεύγος από μακριά κάνει νεύμα στον πληκτρά να αρχίζει, αυτός παίζει σωστά τις πρώτες νότες αλλά αντί να συνεχίσει τη σωστή μελωδία μπερδεύεται και παίζει το Χριστουγεννιάτικο "Ω έλατο ω έλατο μ' αρέσεις πώς μ' αρέσεις" μιας και οι τρεις τέσσερις πρώτες νότες και στα δυο θέματα είναι ακριβώς οι ίδιες...

Ιστοριά 3η:
Όχι απο γάμο. Απο σκυλάδικο στην Παραλία Κατερίνης. Στα μέσα της σεζόν έχει αλλάξει ο λαικός ο τραγουδιάρης. Έχουν πάρει ένα παλικαράκι, νόστιμο, ψηλό, καινούριο στη δουλειά και με μικρότερο μεροκάματο. Ο μαέστρος ωστόσο διατηρεί έναν κάποιο σκεπτικισμό λόγω της απειρίας του νεαρού. Γρήγορα όμως τον κάνει γαργάρα το σκεπτικισμό του γιατί ο τραγουδιστής είναι ανιψιός ενός από τα αφεντικά. Πρώτο του Σαββατόβραδο, εκεί που λέει τσιφτετέλια κι ο κόσμος χορεύει όλα πάνε καλά κι ο μαέστρος έχει αρχίσει να χαλαρώνει ξαφνικά μπουκάρει απροειδοποίητα και χωρίς κράτηση ο καλύτερος πελάτης του μαγαζιού εδώ και χρόνια. Ο τύπος βιομήχανος, λεφτά με ουρά, ζημιές επικές στο κατάστημα, σχεδόν το αγοράζει απ' την αρχή κάθε φορά. Αγαπημένο τραγούδι του το "Ένα βράδυ που 'βρεχε". Η ορχήστρα έχει σαφή όρντινα πώς αν δουν τον τύπο να μπαίνει να αρχίσουν να το παίζουν πάση θυσία ανεξαρτήτως του τι έπαιζαν εκείνη τη στιγμή, ανεξάρτητα από το αν χόρευε ο κόσμος ή ακόμη αν στο πρώτο τραπέζι καθόταν ο πρωθυπουργός και είχε δώσει παραγελλιά. Λοιπόν κόβονται τα τσιφτετέλια μαχαίρι κι μπαίνουν στο "Ένα βράδυ που 'βρεχε". Ο πιτσιρικάς γυρναει στο μαέστρο και λέει: "Μαέστρο δεν ξέρω τα λόγια". "Τιιιιι;;;; Σκάσε και τραγούδα μαλακισμένο, θα χάσουμε τη δουλειά μας". Τελειώνει η εισαγωγή κι ο μικρός που θυμόταν μόνο τον πρώτο στίχο αντί για:

ένα βράδυ που βρεχε που βρεχε μονότονα
έφυγες αγάπη μου

ποιός σε πήρε να 'ξερα
και θα τονε σκότωνα
ένα βράδυ που 'βρεχε που 'βρεχε μονότονα

εκείνος τραγούδησε:
ένα βράδυ που βρεχε ένα βραδυ που βρεχε
ένα βράδυ που βρεχε
ενα βράδυ που βρεχε

ενα βράδυ που βρεχε
ένα βράδυ που βρεχε ένα βράδυ που βρεχε

παρόλα αυτά ο τζερτζελές και το σπασίδι ήταν ίδια όπως κάθε προηγούμενη φορά...

Σας φιλώ, nahames